Με πωλήσεις που μόλις και μετά βίας έφτασαν στις 500.000 αυτοκίνητα και δεδομένου ότι διατηρήθηκε στην παραγωγή επί 13 χρόνια, το Hillman Imp δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως εμπορική επιτυχία.
Η πικρή αλήθεια, επί της ουσίας, είναι ότι το Imp απέτυχε. Απέτυχε να πείσει το κοινό – προφανώς το βρετανικό πρωτίστως – ότι το Mini δεν είναι μονόδρομος για όποιον αναζητά ένα μικρό και οικονομικό αυτοκίνητο. Η ιστορία είναι γνωστή: Το Mini εξελίχθηκε σε ένα μοντέλο – ορόσημο για την παγκόσμια αυτοκινητοβιομηχανία, ενώ το Imp ξεχάστηκε εντελώς. Μνημονεύεται σπανίως και μόνο ως μια παραδοξότητα, ως ένα πείραμα της βρετανικής βιομηχανίας Rootes, το οποίο, παρά τις ευφυείς επιλογές σε κάποια από τα στοιχεία του, παρά τις καινοτομίες και το τολμηρό όραμα να τα βάλει με το Mini, απλώς απέτυχε.
Παρόλ’ αυτά, το Hillman Imp ήταν από πολλές απόψεις μπροστά από την εποχή του – και ίσως δεν είναι τυχαίο ότι ο άνθρωπος που το σχεδίασε, ο Michael Parkes, ακολούθως αναζήτησε την τύχη του ως οδηγός Formula 1.
Το Imp παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1963 και εντυπωσίασε, καθώς ήταν μικροσκοπικό σε διαστάσεις, με μήκος μόλις 3,5 μέτρα, αλλά με εξαιρετική εκμετάλλευση των χώρων ως το τελευταίο χιλιοστό. Ο κινητήρας των 900 ή 1.000 κ.εκ. ήταν αλουμινένιος και τοποθετημένος στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Αυτό σήμαινε ότι κάτω από το καπό υπήρχε άφθονος χώρος αποσκευών.
Το Imp ήταν επίσης εφοδιασμένο με αναδιπλούμενα πίσω καθίσματα, αυτόματο τσοκ καθώς και όργανα για τη θερμοκρασία, την τάση της μπαταρίας και την πίεση του κυκλώματος λίπανσης. Περιέργως, πιθανώς λόγω του μικρού του βάρους (725 κιλά), το Hillman Imp είχε επιτυχή καριέρα στους αγώνες ράλι.
Ενδεχομένως η αγωνιστική λάμψη ήρθε για το Imp ως μια μικρή αποζημίωση από την, κατά τα άλλα, σκληρή του μοίρα.