«Πώς να είναι σήμερα οι εμβληματικές Ειδικές Διαδρομές των Ράλι Ακρόπολις της δεκαετίας του ’80;» Αυτό το ερώτημα εντυπώθηκε μέσα μας αναπολώντας τις κραταιές εποχές που το Ράλι Ακρόπολις δεν ήταν απλώς εδραιωμένο και ακούνητο από το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ράλι (WRC), αλλά μαζί με κάνα δύο ακόμα αγώνες αποτελούσαν τη διαχρονική τότε βάση του αγωνιστικού ημερολογίου.
Ήταν η εποχή που οι δυνατότητες των διοργανωτών να ξεπερνούν οποιαδήποτε δυσκολία, η ικανότητα άμεσης προσαρμογής σε κάθε νέο κανονισμό, αλλά και η επιλογή να σχεδιάζουν δύσκολους, απαιτητικούς αγώνες, είχε φέρει το Ακρόπολις να είναι ξακουστό σε κάθε μήκος και πλάτος της γης. Το ότι στα μέσα της δεκαετίας του ’80 Ινδοί αξιωματούχοι ήρθαν να παρακολουθήσουν από κοντά πώς διοργανώνεται ένας κορυφαίος αγώνας του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος Ράλι και να «αντιγράψουν» ένα «Ακροπολικό Road Book», είναι απλώς ένα ενδεικτικό γεγονός του κύρους του ελληνικού αγώνα.
Μία εκδρομή αλλιώτικη από τις άλλες!
Το αρχικό μας ερώτημα διαδέχτηκε η επιθυμία να πάμε από κοντά και να δούμε ιδίοις όμμασι σε τι κατάσταση είναι σήμερα οι Ειδικές Διαδρομές του τότε, οι δρόμοι σύνδεσης, οι πινακίδες, τα χωριά, οι άνθρωποι.
Έτσι άρχισε ο προγραμματισμός. Πρώτα να βρεθεί η χρονιά. Καταλήξαμε στο 1988, χρονιά όπου πλέον, μετά το αναγκαστικό μούδιασμα της κατάργησης των Group B αυτοκινήτων, τα Group A ήταν με ήδη έναν αγωνιστικό χρόνο στην πλάτη τους, άρα και με μεγαλύτερο συναγωνισμό για τους αγωνιζόμενους. Δεύτερη επιλογή ήταν ότι η χρονιά αυτή κάλυπτε ένα τεράστιο μέρος της ηπειρωτικής χώρας. Μετά έπρεπε να διαλέξουμε Σκέλος. Εδώ τα πράγματα ήταν εύκολα: το 3ο Σκέλος του 35ου Ράλι Ακρόπολις 1988 (που ειρήσθω εν παρόδω διοργανώθηκε από την ΕΛΠΑ από τις 28 Μαΐου έως τις 2 Ιουνίου) κινούνταν στην κεντρική Ελλάδα και οι Ειδικές του κάλυπταν υπέροχους ορεινούς όγκους όπως ο Ελικώνας, ο Παρνασσός, η Γκιώνα, τα Βαρδούσια και το Καλλίδρομο, ενώ οι ονομασίες των Ε.Δ. στο άκουσμά τους και μόνο, δεν ξύπναγαν απλώς μνήμες, αλλά πρόσφεραν και ένα δέος.
Το επόμενο που θα χρειαζόμασταν ήταν ένα αξιόπιστο τετρακίνητο με δυνατότητες για εκτός δρόμου περιπέτειες αν αυτό απαιτηθεί. Έτσι καταλήξαμε στο Nissan Navara N-Guard που πραγματικά, όταν βρεθείς στις ερημιές, κάτι τέτοιο χρειάζεσαι για να αποβάλεις το άγχος που συχνά σε κυριεύει…
Επί χάρτου
Ποιες ήταν εκείνες οι Ε.Δ. του 3ου σκέλους του 35ου Ακρόπολις του ’88; Αναζητήσαμε στο προσωπικό μας αρχείο χάρτες ή ό,τι άλλο υπήρχε, βγάλαμε μια άκρη και πάμε λοιπόν να τις θυμηθούμε: Ε.Δ. 7: Διόνυσος 13.98 χλμ, Ε.Δ. 8: Δαφνούλα 10.80 χλμ, Ε.Δ. 9: Όσιος Μελέτιος, Ε.Δ. 10: Πρόδρομος 30.31 χλμ, Ε.Δ. 11: Δρόμος Βωξίτη 8.93 χλμ, Ε.Δ. 12: Δορικό 4.02 χλμ, Ε.Δ. 13: Λιμνίτσα 9.04 χλμ, Ε.Δ. 14: Ελατόβρυση 18.52 χλμ, Ε.Δ. 15: Κλεπά 23.87 χλμ, Ε.Δ. 16: Γαρδίκι 22,87 χλμ, Ε.Δ. 17: Γραμμένη Οξυά 11.46 χλμ, Ε.Δ. 18: Αρτοτίνα 17.61 χλμ, Ε.Δ. 19: Πενταγιοί 10,90 χλμ και Ε.Δ. 20: Συκέα 30.81 χλμ.
Ωραία, τις βρήκαμε λοιπόν τις Ε.Δ. που θέλαμε. Για να συνεχιστεί όμως το οργανωτικό πλάνο και για να «βγεις» στα βουνά να κάνεις χωμάτινες διαδρομές ύστερα από τρεις και βάλε δεκαετίες (!) εκτός από «τρέλα», «γενναιότητα», διάθεση, υπομονή και θέληση, χρειάζεσαι και το αντίστοιχο Road Book του αγώνα ως δικλείδα ασφαλείας αλλά και εντοπισμού και εν τέλει πραγματοποίησης της ιδέας.
Απευθυνθήκαμε έτσι στον Κώστα Στεφανή με το πολύτιμα πλούσιο αρχείο του και μας διέθεσε το αντίστοιχο Road Book! Όοοχιιι… Δεν πήραμε το ίδιο. Ο κίνδυνος να λερωθεί, χαλάσει, ή χαθεί ένα τέτοιο κειμήλιο δεν έπρεπε να υπάρχει ούτε ως πιθανότητα. Έτσι αυθημερόν το βγάλαμε φωτοτυπίες, δέθηκε σε ένα σχεδόν πανομοιότυπο αντίγραφο και… φύγαμε!
Στον δρόμο
Σκοπός μας ήταν να κάνουμε απαράκλητα όλο το Σκέλος. Ναι, ξέραμε για τις δυσκολίες, αλλά για αυτό πήγαμε. Η ημέρα ξεκίνησε με την προσπάθεια να βρούμε στο λυκαυγές του εγχειρήματος την Ε.Δ. Διόνυσος (πάντα μέσα από το Road Book), κάτι που κατέστη ανέφικτο αφού λόγω της πρόσφατης πυρκαγιάς το τοπίο αλλά και οι προσβάσεις αλλοιώθηκαν/καταργήθηκαν. Με βαριά καρδιά είναι η αλήθεια και σφιγμένο στομάχι βλέποντας το φαλακρό τοπίο στο Μάτι και έχοντας στο μυαλό μας τα όσα συνέβησαν εκεί φύγαμε για τη Δαφνούλα. Η οποία ήταν άψογα διατηρημένη κυρίως στο κομμάτι μέχρι τα χαλάσματα και την άσφαλτο. Μετά πιο δύσκολο οδόστρωμα, δείγμα της μη χρήσης και προς το τέλος και πάλι υπέροχη! Σειρά είχε ο Όσιος Μελέτιος, που ήταν καλοσυντηρημένη διαδρομή σε βαθμό έκπληξης! Κάτι που προφανώς οφείλεται στο ότι υπάρχει εγκατεστημένο εκεί ένα αιολικό πάρκο (αν και μέχρι την κορυφή συναντήσαμε κάποια πολύ κακά τμήματα), ενώ μετά, στο κατηφορικό κομμάτι μέχρι το μοναστήρι και προς τον τερματισμό, το οδόστρωμα ήταν απίστευτα καλό για τεράστιες τελικές. Ακολούθησε η «30άρα» Πρόδρομος, ενιαία Ε.Δ. με τη Ζάλτσα, που ήταν το ίδιο καλοσυντηρημένη – σε βαθμό εκπλήξεως – Ε.Δ. Προφανώς η χρήση της για τις παραλίες της περιοχής την κρατούν ακόμα οριακά τέλεια. Δυστυχώς, έργα στην περιοχή πριν το Κυριάκι δεν μας επέτρεψαν να συνεχίσουμε: βγαίνοντας εκτός Road Book κατευθυνθήκαμε μέσω Αλουμίνας στην Ιτέα. Στάση για καφέ και επειδή ο ήλιος άρχισε να γέρνει μπήκαμε στην άψογη Ε.Δ. Βωξίτες που διανύσαμε απνευστί. Το ίδιο και στο Δωρικό, που όμως πλέον είναι ασφάλτινη, με τον Μόρνο από κάτω και δέντρα παντού γύρω μας, να δείχνει ότι η φύση παραμένει η ίδια!
Εγκαταλείψαμε το Σκέλος στην Άνω Χώρα…
Και μετά το Δωρικό, σειρά είχε η Λιμνίτσα. Η πρώτη Ε.Δ. που μας κούρασε πολύ. Άλλαξαν σχεδόν όλα σε σχέση με το προ 32ετίας Road Book. Τη βρίσκαμε τη διαδρομή, μετά τη χάναμε, και άντε πάλι πίσω και άντε να την ξαναβρίσκουμε και άντε να χανόμαστε πάλι… Μέχρι που πέσαμε πάνω σε μελισσουργούς που μας είπαν: «πού πάτε από εδώ; Δεν βγαίνει στην Άνω Χώρα»… Και έτσι, κουρασμένοι και κατηφείς, σχεδόν σούρουπο πια, πήραμε την άσφαλτο και βρεθήκαμε στην Άνω Χώρα. Abandon, που έλεγαν και οι παλιοί αγωνιζόμενοι. Η πρώτη ήττα… Η δεύτερη ήταν ότι μέσα σε μία ημέρα, απλώς είχαμε φτάσει μόνο στη μέση…
«Regrouping and Overnight Halt» που έγραφαν και τα χαρτιά των διοργανωτών και τα Road Book παλιά και πέσαμε ξεροί για ύπνο. Την επόμενη, νωρίς-νωρίς, με έναν καφέ, ξεκινήσαμε να κάνουμε το Σκέλος 3Β πια. Περάσαμε από την εγκατάσταση του φημισμένου ερημίτη – ινδιάνου Φώντα Μίχου (να πάτε χειμώνα, θα περάσετε σπάνια όμορφα). Πρώτη Ε.Δ. η πανέμορφη Ελατόβρυση, που αν δεν βρίσκαμε στο Road Book μία ιδιόχειρη σημείωση – πινακίδα του Κώστα Στεφανή θα είχαμε χαθεί και πάλι. Ωραία διαδρομή, αν και άσφαλτος στην αρχή, ανάμεσα στα δέντρα. Στον τερματισμό ανανεώσαμε τον καφέ μας στο χωριό Κρυονέρια (όπου μάθαμε πού έκαναν service παλιά οι εργοστασιακές ομάδες – «να, εδώ, στην αυλή, ήταν η Lancia»…), περάσαμε από τη μαγευτική Περδικόβρυση και συνεχίσαμε για Κλεπά. Εδώ ήρθε η δεύτερη ήττα, καθώς μπαίνοντας στη διαδρομή, άσφαλτος πλέον, οι πινακίδες αρνούνταν να συμφωνήσουν με τη σύγχρονη χάραξη του δρόμου και έτσι γυρίσαμε στον πρώτο από τους τρεις μαχαλάδες των Κλεπών. Ο δείκτης του καυσίμου είχε πάρει την κατιούσα, πρατήρια μόνο στη Ναύπακτο, στο Λιδωρίκι ή το Θέρμο ή το Καρπενήσι. Μάλιστα… Ο «ακροπολικός» ιδιοκτήτης του πρώτου καφενείου στα Κλεπά, ο Σταμάτης, μας λέει: «καύσιμο θα βρείτε μόνο στο μίνι-μάρκετ στη Δομνίστα». Μάλιστα… Τι κάνουμε τώρα; Μπαίνουμε Κλεπά και «χτυπιόμαστε» μέχρι να ολοκληρώσουμε όσο μπορούμε την Ειδική και να βγούμε ύστερα από καμιά 30αριά χιλιόμετρα στο Γαρδίκι; Αποφασίσαμε να γυρίσουμε πίσω και να πάμε στη Δομνίστα, όπου ναι, στο μίνι-μάρκετ βρήκαμε ό,τι θέλαμε για τροφοδοσία και φυσικά καύσιμο. Σειρά είχε το Γαρδίκι. Πώς φτάνεις από τη Δομνίστα στο Γαρδίκι; Μέσω οροσειράς, σε τρελό υψόμετρο, όπου περάσαμε από τη φημισμένη Σαράνταινα (ό,τι καλύτερο για ορειβάτες, πεζοπόρους, ποδηλάτες, φυσιολάτρες γενικώς) που δίπλα σου δεν έχει δέντρα λόγω του υψομέτρου των 1.923 μέτρων (!) , με χαράδρες από κάτω μας που γεννάνε εφιάλτες. Που γίνονται ακόμα χειρότεροι όταν μάθεις την ιστορία του ονόματος: η τοπική παράδοση αναφέρει ότι το όνομα η περιοχή το πήρε όταν κάποτε, στη λήθη των χρόνων, μία ομάδα σαράντα ανθρώπων που επέστρεφε από έναν γάμο έπεσε σε ξαφνική χιονοθύελλα και δεν έμεινε κανένας ζωντανός. Για τον λόγο αυτό διαβάζουμε στο διαδίκτυο ότι το χωριό που βρίσκεται προς τη μεριά του Καρπενησίου πήρε το όνομα «Κλαψί», ενώ εκείνο στην κοντινή απόκρημνη πλαγιά του Βελουχίου «Συμπεθερικό»… Θρύλων συνέχεια , αφού στην περιοχή Κοκκάλια (1.716 μ. υψόμετρο) το 279 π.Χ. ο στρατός των Αιτωλών κατατρόπωσε τους εισβολείς Γαλάτες, με αποτέλεσμα ακόμα και στις ημέρες μας να ξεθάβονται οστά στην περιοχή… Να ήταν μόνο αυτή η δυσκολία; Το ότι κάναμε δεκαπέντε χιλιόμετρα με «σύμμαχο» τα γκρέμια; Μπααα! Ήταν και άλλα, αφού μέσα στη διαδρομή σταματήσαμε γιατί συναντήσαμε υλοτόμους. Ευγενέστατοι, μάθαμε πολλά στην κουβέντα μας μαζί τους και συνεχίσαμε.
Και φτάσαμε στο Γαρδίκι. Πολιτισμός! Άσφαλτος παντού. Και κάναμε και το Γαρδίκι. Η επόμενη ξακουστή «τριπλέτα» Ειδικών Διαδρομών Γραμμένη Οξυά που «Τούρκου ποδάρι δεν πάτησε» (τα δάση οξιάς σε αυτό το χωματοβούνι αποτελούν τη νοτιότερη εξάπλωση του είδους στην Ευρώπη μετά τα δάση της Σικελίας, ενώ υπάρχουν δέντρα που ξεπερνούν σε ύψος τα σαράντα μέτρα) με μικτό βατό οδόστρωμα, Αρτοτίνα, «το καπετανοχώρι της Δωρίδας» και η γενέτειρα του Αθανασίου Διάκου και Πενταγιοί, όπου ένας καφές στον πλάτανο της πλατείας είναι ελιξήριο. Από εδώ καταγόταν η ονομαστή Μαρία Πενταγιώτισσα (η ζωή της πεντάμορφης κοπέλας αποτέλεσε πηγή έμπνευσης θεατρικών έργων, κινηματογραφικών ταινιών αλλά και ποιημάτων. Η ιστορία της παραμένει μέχρι σήμερα ένας θρύλος, που αξίζει να αναζητήσετε). Η τριπλέτα τελείωσε σχετικά εύκολα. Βγήκαμε αλώβητοι, αλλά κατάκοποι… Και ναι. Πάλι νύχτα φτάσαμε πριν τη Συκέα, που δεν μπήκαμε καν στον κόπο να σκεφτούμε ότι θα τα παρατήσουμε. Ναι. Νύχτα μπήκαμε σχεδόν, νύχτα βγήκαμε, δεν είμαστε και σίγουροι ότι ακολουθήσαμε τον δρόμο με ακρίβεια μέτρων του Road Book, αλλά η νύχτα ανάμεσα σε Γκιώνα και Καλλίδρομο με ξάστερο ουρανό ήταν σύμμαχος. Λυτρωτικές οι «επαφές» με τον πολιτισμό της Καλοσκοπής (τα καλύτερα by far φασόλια της Ελλάδας βγαίνουν εδώ!), μετά το Οινοχώρι και το Χάνι Ζαγγανά και ξύπνησαν καινούργιες μνήμες με ήχους δεκαετιών να είναι ακόμα στα αυτιά μας από δίλιτρα ατμοσφαιρικά Escort, Stratos, σκασίματα από Quattro και υπέρλαμπρη ομορφιά από Deltona. Τέλος πάντων, στο ταξίδι μας, νύχτα προχωρημένη πια, βρεθήκαμε στα Καμένα Βούρλα για να παραδεχτούμε ότι χρειαστήκαμε δύο ημέρες για να κάνουμε αυτό που οι αγωνιζόμενοι του ’80 έκαναν σε κάτι παραπάνω από δώδεκα ώρες…. Κουρασμένοι. Αμίλητοι. Συγκινημένοι. Μέχρι που ένας της παρέας είπε: «τι έκαναν οι άνθρωποι ρε παιδιά τότε;»…
Και δεν απάντησε κανένας και βουρκώσαμε και σκύψαμε το κεφάλι στο πιάτο. Ο χρόνος, απάνθρωπος…
Η Ελλάδα 32 χρόνια μετά…
Τόσο ίδια και τόσο διαφορετική. Ναι, στα περισσότερα από αυτά, αν όχι σε όλα τα μέρη, εγώ ο γράφων έχω πάει. Τι είδα; Κινητά παντού στα καφενεία, τηλεοράσεις να παίζουν στα καφενεία και να μην κοιτάει κανείς, μπακάλικα σαν να βγήκαν από ελληνική ταινία, οπτικές ίνες, ίδιους αγνούς, πρόσχαρους, ευγενείς και φιλόξενους ανθρώπους – ακόμα και τα νέας γενιάς παιδιά που συναντήσαμε –, αιολικά πάρκα που χαλάνε την ομορφιά του τοπογραφικού ανάγλυφου και κανείς στις περιοχές αυτές δεν συμπαθεί, γήπεδα χορταριασμένα και κλειστά δημοτικά σχολεία απουσία παιδιών, αλλά και σε μικρά, σχεδόν ακατοίκητα τον χειμώνα χωριά, νέα σπίτια που ανοίγουν λίγες ημέρες το καλοκαίρι. Νόστος…
Το επιμύθιο
Σκληρές εποχές. Αλήθεια. Τι να πρωτοπούμε! Βασικά ένα μόνο πρέπει να ειπωθεί πάνω από όλα. Ότι οι αγωνιζόμενοι εκείνης της εποχής, επαγγελματίες ή ιδιώτες, ήταν ήρωες. Καταλαβαίνουμε ότι ακούγεται υπερβολικό αυτό, αλλά αν δεχτούμε ότι η αντιμετώπιση δυσκολιών, η επίτευξη του μη λογικού, η αντικατάσταση του αδύνατου από το δυνατό, ακόμα και το ότι οι άνθρωποι που συμμετείχαν σε εκείνα τα εξαντλητικά Ακρόπολις με τους «σφιχτούς» χρόνους στις απλές διαδρομές κατάφερναν να είναι εντός χρόνου στο τέλος κάθε σκέλους, αλήθεια αυτό είναι ενός είδους ηρωική πράξη. Ναι. Το να ξεκινάς από το Λαγονήσι στις 07.30 το πρωί και να πρέπει να είσαι ύστερα από 800 χιλιόμετρα «οργώματος» της κεντρικής Ελλάδας στα Καμένα Βούρλα στις 21.20 είναι ακατόρθωτο για τις γενιές του σήμερα. Και αν το 21.30 σας ακούγεται υποφερτό, θα σας το κάνουμε πιο δύσκολο λέγοντάς σας να είστε στις 20.00 στην αφετηρία της Ε.Δ. Συκέα. Η οποία ήταν άλλα 30 χλμ.! Ένας απέραντος σεβασμός σε όλους τους συμμετέχοντες της εποχής. Προσωπικά το ζούσαμε και τότε από κοντά, αλλά το να κάνεις αυτές τις διαδρομές σήμερα αποτελεί ορκισμένο εχθρό της άνεσης και της βόλεψης. Και τότε, δεν υπήρχε ούτε καν ένα γραμμάριο γκρίνιας. Huge respect!