Ο Jody Scheckter γεννήθηκε στις 29 Ιανουαρίου του 1950 στο East London της Νότιας Αφρικής και είναι ένας πρώην επαγγελματίας οδηγός αγώνων αυτοκινήτου, ο οποίος στέφθηκε παγκόσμιος πρωταθλητής οδηγών της Formula 1 το 1979. Ανέβηκε γρήγορα στις τάξεις της Formula 1 μετά τη μετακίνησή του στη Βρετανία, το 1970.
Το ντεμπούτο του Jody Scheckter στη Formula 1 έγινε στο Grand Prix των ΗΠΑ στο Watkins Glen, το 1972, με τη McLaren. Αμέσως έγινε ένα όνομα που συζητήθηκε για τις ικανότητές του και το επόμενο έτος, το 1973, κέρδισε το πρωτάθλημα SCCA L & M και αγωνιστικά πέντε φορές στην F1. Στη Γαλλία κέρδισε σχεδόν μόνο στην τρίτη του συμμετοχή στην F1 προτού εγκαταλείψει πριν τον Emerson Fittipaldi, τον κυρίαρχο παγκόσμιο πρωταθλητή, ο οποίος δήλωσε για τον εικονιζόμενο: «Αυτός ο τρελός είναι μια απειλή για τον εαυτό του και όλους τους άλλους και δεν ανήκει στη Formula 1». Στη μόλις επόμενη εκκίνησή του, στο British Grand Prix στο Silverstone, ενεπλάκη σε ένα μεγάλο ατύχημα, το οποίο «έβγαλε» δώδεκα αυτοκίνητα έξω από τον αγώνα.
Ο σύλλογος οδηγών Grand Prix απαίτησε την άμεση απέλασή του, η οποία αναβλήθηκε μόνο όταν η McLaren συμφώνησε να «αποσύρει» τον οδηγό της για τέσσερις αγώνες. (Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η McLaren M23 του Jody Scheckter έφερε τον αριθμό μηδέν κατά τη διάρκεια του καναδικού και του αμερικανικού Grand Prix του 1973. Είναι ένας από τους δύο μόνο οδηγούς στην ιστορία της F1 που αγωνίστηκε με αυτόν τον αριθμό, ο άλλος είναι ο Damon Hill). Κάτι ωστόσο που σημάδεψε την αγωνιστική του καριέρα, αλλά και καθόρισε σε σημαντικό βαθμό την αγωνιστική του ωρίμανση, ήταν τα γεγονότα που συνέβησαν το 1974 κατά τη διάρκεια των δοκιμών για το αμερικανικό Grand Prix του Watkins Glen, όταν ο μελλοντικός ομόλογός του στην Tyrrell, ο Γάλλος πιλότος François Cevert, σκοτώθηκε σε ένα τρομερό δυστύχημα. Ο ίδιος βρισκόταν πίσω από τον Cevert όταν έγινε το μοιραίο, σταμάτησε τη McLaren του και προσπάθησε να βγάλει τον Cevert από την καταστραμμένη Tyrrell, αλλά ο 29χρονος Γάλλος ήταν ήδη νεκρός. Η μαρτυρία του τρομερού δυστυχήματος του Cevert άφησε ένα ανεξίτηλο σημάδι στον Νοτιοαφρικανό και τον έκανε να εγκαταλείψει τους απερίσκεπτους τρόπους του, καθιστώντας τον ως έναν από τους πιο ώριμους οδηγούς στον θεσμό.
Ο Tyrrell το 1974 του έδωσε την πρώτη του πλήρη σεζόν στην F1. Αυτός τους επιβράβευσε με τρίτη θέση στο πρωτάθλημα οδηγών και μια νίκη στη Σουηδία και τη Βρετανία. Ακολούθησε μια μέτρια χρονιά, παρόλο που έγινε ο μόνος Νοτιοαφρικανός που κέρδισε το Grand Prix της Νότιας Αφρικής, ενώ στο τρίτο έτος με την ομάδα το 1976 τερμάτισε τρίτος στο πρωτάθλημα των οδηγών. Την εποχή εκείνη, ο Tyrrell εισήγαγε το πιο ριζοσπαστικό αυτοκίνητο στην ιστορία της F1, το πρωτοποριακό Tyrrell P34 με έξι τροχούς. Παρόλο που αργότερα είπε ότι το αυτοκίνητο ήταν «ένα σκουπίδι», έδωσε στο εξάτροχο μονοθέσιο τη μοναδική του νίκη στο GP του Anderstorp της Σουηδίας, ενώ στο κόκπιτ αυτού είχε μια συναρπαστική μάχη με τον πρωταθλητή στο Grand Prix του Αμερικανικού Πρωταθλήματος και φίλου του James Hunt.
Το 1977 ο Jody Scheckter έφυγε για τη νέα ομάδα του Walter Wolf, με την οποία κέρδισε μια νίκη, ενώ το 1978 πήγε στη Ferrari με τον Gilles Villeneuve για να οδηγήσει την 312 T4. Οι κριτικοί θεώρησαν ότι δεν θα μπορούσε να συμβιώσει με την κυρίαρχη διοίκηση της Ferrari, αλλά ξεπερνώντας κάθε προσδοκία βοήθησε να κερδίσει η ιταλική ομάδα άλλο ένα πρωτάθλημα κατασκευαστών, ενώ ο ίδιος με τρεις νίκες εξασφάλισε το πρωτάθλημα οδηγών το 1979. Ήταν δε, ο τελευταίος οδηγός που κέρδισε πρωτάθλημα οδηγών για τη Ferrari και μετά ακολούθησε ο Michael Schumacher, είκοσι ένα χρόνια αργότερα, το 2000.
Μετά την αποχώρησή του από την F1 έγινε για ένα διάστημα σχολιαστής αγώνων F1, ενώ ίδρυσε την FATS Inc, μια εταιρεία που δημιούργησε προσομοιωτές για πυροβόλα όπλα για στρατιωτικούς οργανισμούς και φορείς ασφαλείας.
Σήμερα ο Jody Scheckter αξιοποιεί τον χρόνο του ως βιοδυναμικός αγρότης έχοντας αγοράσει το Laverstoke Park Farm, κοντά στο Overton, Hampshire, 64 μίλια δυτικά του Λονδίνου. Ως εμπειρογνώμονας βιολογικής καλλιέργειας επιδεικνύει σε σχετικά τηλεοπτικά σόου την παρασκευή της αγαπημένης του Buffalo Mozzarella, ενώ παρήγε και βιοδυναμικό αφρώδες οίνο μέχρι το 2012.