Έπειτα από μεγάλη έρευνα, η Υποδιεύθυνση Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος και Εμπορίας Ανθρώπων της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, κατάφερε να εξαρθρώσει εγκληματική οργάνωση. Αποτελούνταν από ιδιοκτήτες σχολών οδήγησης και υπαλλήλους Διευθύνσεων Μεταφορών και Επικοινωνιών, οι οποίοι “συνεργάζονταν” προκειμένου να “μοιράζουν” διπλώματα οδήγησης.
Συνολικά συνελήφθησαν 13 άτομα, μεταξύ των οποίων 8 ιδιοκτήτες σχολών οδηγών και 4 υπάλληλοι Περιφερειακής Ενότητας Διεύθυνσης Μεταφορών και Επικοινωνιών της Αθήνας, ενώ κατηγορούνται 58 ακόμη. Πρόκειται δηλαδή για μία πολυπληθή εγκληματική οργάνωση, τα μέλη της οποίας είχαν ως μοναδικό σκοπό την επίτευξη παράνομου και κυρίως εύκολου κέρδους, αδιαφορώντας για τις συνέπειες των πράξεων τους.
Για να πετύχουν τον σκοπό τους, είχαν συγκεκριμένο σχέδιο δράσης ώστε να πετυχαίνουν στις εξετάσεις οι υποψήφιοι, αξιοποιώντας στο έπακρο τις δυνατότητες που προσφέρει ο σύγχρονος τεχνολογικός εξοπλισμός, όπως ακουστικά “ψείρες”, μικροκάμερες και συσκευές αναμετάδοσης δεδομένων διαδικτύου.
Ωστόσο, αυτό που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι, μέλη της οργάνωσης δεν δίσταζαν να εφαρμόσουν τακτικές εκφοβισμού, σε βάρος συγκεκριμένων στελεχών της υπηρεσίας που διενεργούσε τις εξετάσεις, όταν εκείνα προέβησαν σε εντατικούς και αιφνιδιαστικούς ελέγχους, με αποτέλεσμα τη σύλληψη αρκετών εξεταζόμενων.
Συνολικά, υπολογίζεται ότι, τουλάχιστον από τον Μάρτιο του 2022, τα μέλη της οργάνωσης, πέτυχαν να χορηγήσουν με παράνομο τρόπο 340 άδειες ικανότητας οδήγησης και Πιστοποιητικά Επαγγελματικής Ικανότητας, αποκομίζοντας όφελος ύψους 680.000 ευρώ.
Πως δρούσαν
Τα μέλη της οργάνωσης αναζητούσαν και έρχονταν σε επαφή με υποψήφιους, οι οποίοι αδυνατούσαν να επιτύχουν στις εξετάσεις, είτε λόγω ικανοτήτων, είτε επειδή δεν γνώριζαν τη γλώσσα. Στο πλαίσιο αυτό, τους ενημέρωναν για τη διαδικασία, ενώ την προηγούμενη των εξετάσεων απέστελλαν στους επιτηρητές – υπάλληλους, μέλη της οργάνωσης, τις φωτογραφίες και τα στοιχεία των εξεταζόμενων.
Την ημέρα της εξέτασης τοποθετούσαν σε κατάλληλα σημεία στο σώμα και τα ρούχα των υποψηφίων οπτικοακουστικές συσκευές (ακουστικά τύπου “ψείρα” και μικροκάμερα), ενώ εντός σακιδίου ή σακούλας, που έφερε ο εξεταζόμενος, έκρυβαν συσκευή αναμετάδοσης δεδομένων, ώστε να έχουν ζωντανή εικόνα.
Μάλιστα, φρόντιζαν να δίνουν ειδικές οδηγίες για τα ρούχα που έπρεπε να φοράει ο υποψήφιος, ώστε να μην εντοπίζονται οι συσκευές ενώ διέθεταν και μπλούζες με προεγκατεστημένο εξοπλισμό, τις οποίες χορηγούσαν στους εξεταζόμενους. Σε αρκετές ωστόσο περιπτώσεις η μετάδοση της εικόνας επιτυγχανόταν μέσω “έξυπνου ρολογιού”, που έφερε κάμερα ή τοποθετούσαν αυτή μέσα στη μάσκα προστασίας από τον κορονοϊό. Ακολούθως, κατά τη διάρκεια της εξέτασης, με τη χρήση αυτού του εξοπλισμού, κατεύθυναν τους εξεταζόμενους και τους υποδείκνυαν τις σωστές απαντήσεις.
Ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία της δράσης τους ήταν ότι, σε περίπτωση που ο εξεταζόμενος ήταν αλλοδαπός και δεν γνώριζε ελληνικά, χρησιμοποιούσαν διερμηνέα ενώ όταν οι υποψήφιοι ήταν περισσότεροι, το μέλος της οργάνωσης που υπαγόρευε τις απαντήσεις, ενεργοποιούσε εναλλάξ τη λειτουργία “αναμονή κλήσης”. Ωστόσο, σημαντικό ρόλο στην επιτυχία της όλης διαδικασίας διαδραμάτιζαν οι επόπτες ή επιτηρητές, οι οποίοι παραλείποντας να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους, συνέβαλαν καθοριστικά στη μείωση των πιθανοτήτων να συλληφθεί ο εκάστοτε εξεταζόμενος.
Όπως προέκυψε, πριν την εξέταση, κάθε υποψήφιος κατέβαλε -κατά μέσο όρο- το χρηματικό ποσό των 2.000 ευρώ, γνωρίζοντας ότι μέρος αυτών και συγκεκριμένα 500 ευρώ, προορίζονταν για υπάλληλο της αρμόδιας Διεύθυνσης Μεταφορών και Επικοινωνιών. Τα υπόλοιπα μοιράζονταν ανάλογα με τον εκάστοτε ρόλο (ιδιοκτήτης σχολής, μεσολαβητής, διερμηνέας).