Η περίφημη Lamborghini Miura S φέρεται να ήταν δώρο του Αριστοτέλη Ωνάση στον Σταμάτη Κόκοτα. Πάμε να γνωρίσουμε καρέ-καρέ την ιστορία του σπουδαίου αυτού αυτοκινήτου.
Ο Σταμάτης Κόκοτας εκτός από δημοφιλής και πετυχημένος λαϊκός τραγουδιστής, ήταν και λάτρης των γρήγορων αυτοκινήτων και των αγώνων ταχύτητας. Αυτό αποδεικνύεται και από την ερασιτεχνική αγωνιστική του καριέρα, πέραν της καλλιτεχνικής, η οποία ξεκινά το 1968 με μία λευκή Jaguar E-Type, στα Σιρκουί Ρόδου και Κέρκυρας και κορυφώνεται με τον τίτλο του νικητή στο τρίωρο Σιρκουί Τατοϊου, της 9η Οκτωβρίου του 1969, με μία BMW 2002 που έφερε τον αριθμό 40 και πινακίδα κυκλοφορίας Κ-14913. Μάλιστα την ημέρα εκείνη είχε φύγει το παρμπρίζ της BMW, αναγκάζοντας τον Κόκοτα να την οδηγεί με γυαλιά μοτοσικλέτας και μαντήλι ώστε να προστατεύει το στόμα και τη μύτη του από τη σκόνη. Ο Σταμάτης Κόκοτας κατάφερε να κρατήσει πίσω τον πρωταθλητή αγώνων “Τζώνυ”, ο οποίος υποτιμώντας την κατάσταση, λόγω και των σοβαρών τεχνικών προβλημάτων που αντιμετώπιζαν αρκετοί από τους οδηγούς, έτρεχε σε πιο αργό ρυθμό καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα, έως ότου αντιλήφθηκε την απειλή από τον Κόκοτα. Ωστόσο ήταν πολύ αργά για να αντιδράσει. Ο Σταμάτης Κόκοτας συνέχισε να τρέχει σε πολλούς αγώνες με τη BMW 2002 και μάλιστα έλαβε μέρος και στο μοναδικό Σιρκουί της Νέας Σμύρνης του 1971.
Και ενώ ο Κόκοτας έτρεφε μεγάλη αγάπη για τα αυτοκίνητα, την ταχύτητα και τους αγώνες, μία άλλη εξέχουσα προσωπικότητα της εποχής, ο Αριστοτέλης Ωνάσης, έτρεφε μεγάλη αγάπη για τη φωνή και τα τραγούδια του Σταμάτη Κόκοτα, καθώς ήταν ένας εκ των δύο αγαπημένων του τροβαδούρων, μαζί με τον αξέχαστο Γιώργο Ζαμπέτα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο Ωνάσης έστελνε ελικόπτερο να παραλάβει τον Κόκοτα από την Αθήνα και να τον μεταφέρει είτε στο Σκορπιό, είτε στη θαλαμηγό Χριστίνα, για να τραγουδήσει για τον ίδιο και την εκάστοτε εκλεκτή παρέα του. Οι Αριστοτέλης Ωνάσης και Σταμάτης Κόκοτας κατέληξαν καλοί φίλοι και η φιλία αυτή έμελλε να φέρει ένα υπεραυτοκίνητο στο δρόμο του δεύτερου.
Ο Αριστοτέλης Ωνάσης αγόρασε το 1969 μία εκ των 140 συνολικά παραχθέντων, κατά την περίοδο 1968-1971, Lamborghini Miura S, σχεδιασμένη από τον οίκο Bertone και σύμφωνα με τα λεγόμενα του ίδιου του Σταμάτη Κόκοτα, ο Σμυρνιός κροίσος του την δώρισε, γνωρίζοντας την αγάπη του για τα γρήγορα και σπορ αυτοκίνητα. Μάλιστα ο Ωνάσης ζήτησε να γίνουν και τροποποιήσεις στο συγκεκριμένο αυτοκίνητο πριν παραδοθεί στο νέο του κάτοχο, που μεταξύ άλλων περιλάμβαναν αλλαγή του χρώματος του, από το κλασικό πράσινο των Lamborghini, σε καφέ σκούρο μεταλλικό, τοποθέτηση τεσσάρων ορθογώνιων αγωνιστικών προβολέων στον εμπρός προφυλακτήρα, αλλά και αισθητικές παρεμβάσεις στο εσωτερικό, όπου τοποθετήθηκαν αλουμινένια πλαίσια στους αεραγωγούς, αλουμινένιος λεβιές ταχυτήτων, λαβή χειροφρένου, χειρολαβή κεντρικής κονσόλας, ενώ και το τιμόνι διακοσμήθηκε επίσης με λεπτομέρειες αλουμινίου.
Έτσι λοιπόν η Miura S, με αριθμό πλαισίου 3829 και αριθμό κινητήρα 2688, έβγαλε τα πράσινα και φόρεσε τα καφέ, πήρε αριθμό κυκλοφορίας ΥΗ-4099 και ξεκίνησε τις βόλτες στους δρόμους της Αθήνας του ’70. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1978 ο V12 κινητήρας των 3.900 κ.εκ. που απέδιδε 375 ίππους, παρουσίασε πρόβλημα στα 83.875 χιλιόμετρα. Όπως περιγράφει ο ίδιος ο Σταμάτης Κόκοτας, ο κινητήρας άρπαξε φωτιά από τα καρμπυρατέρ, την οποία προσπάθησε να σβήσει με το σακάκι που φορούσε. Κατόπιν ο κινητήρας αφαιρέθηκε από το αυτοκίνητο και στάλθηκε στην Ιταλία, στα εργοστάσια της Lamborghini για να επισκευαστεί.
Η επισκευή του δημιούργησε ένα υψηλό κοστολόγιο, περίπου 18.000.000 λιρέτες Ιταλίας. Το ποσό αυτό δεν πληρώθηκε ποτέ στη Lamborghini, με αποτέλεσμα ο κινητήρας της Miura S να καταλήξει ως έκθεμα στο St Agata Lamborghini Museum. Υπήρξαν φήμες που ήθελαν το Σταμάτη Κόκοτα να μην μπορεί να πληρώσει το αντίτιμο για να παραλάβει τον κινητήρα, ωστόσο όπως ο ίδιος δηλώνει κάτι τέτοιο δεν ισχύει, απλώς είχε εν τω μεταξύ προβεί στην αγορά ενός άλλου supercar και έτσι δεν τον απασχόλησε η υπόθεση της Miura.
Το αυτοκίνητο μένει σταθμευμένο για 25 ολόκληρα χρόνια στο υπόγειο parking του ξενοδοχείου Hilton, με άδειο καπό και αρκετή σκόνη να καλύπτει το σώμα του. Όλα αυτά μέχρι το 2003 που το Hilton ξεκινά τις εργασίες συντήρησης και επέκτασής του εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Αθήνα. Τότε η Miura μεταφέρεται με γερανό σε άλλο γκαράζ ιδιοκτησίας Σταμάτη Κόκοτα και τίθεται εκ νέου σε ακινησία. Δίπλα ακριβώς στη Miura S βρισκόταν σε κακή κατάσταση μία κόκκινη Mercedes-Benz 300 SL Gullwing.
Η Miura έφτασε στα χέρια του Σταμάτη Κόκοτα το 1969 και παρέμεινε στην ιδιοκτησία του για 43 ολόκληρα χρόνια, μέχρι το 2011, όταν και αποφάσισε να την πουλήσει. Ήρθε σε επαφή με το Δημήτρη Σπυρόπουλο, ο οποίος είναι μετρ στην αγοραπωλησία σπάνιων συλλεκτικών αυτοκινήτων και έχει ιδρύσει την εταιρεία Veloce Classic στο Λονδίνο, ενώ συνεργαζόταν και με τον βρετανικό οίκο δημοπρασιών Coys. Ο κύριος Σπυρόπουλος ήρθε στην Αθήνα και επισκέφθηκε το Σταμάτη Κόκοτα για να δει από κοντά την περίφημη Miura S, ενώ παράλληλα του τράβηξε το ενδιαφέρον και η κόκκινη Gullwing, δίπλα της. Ανέλαβε λοιπόν την πώληση των δύο αυτοκινήτων. Η μεν Gullwing πουλήθηκε τον Αύγουστο του 2011 στο Σαν Φρανσίσκο και από τότε η τύχη της αγνοείται. Η Miura S μπήκε στον πλειστηριασμό Coys True Greats του 2012, χωρίς ωστόσο να καταφέρει να πιάσει το reserve που είχε θέσει ο πωλητής.
Λίγες μέρες αργότερα βρέθηκε ενδιαφερόμενος αγοραστής από την Ιταλία, ο οποίος ήθελε να αγοράσει τη Miura και να την ανακατασκευάσει, θέλοντας να πραγματοποιήσει το παιδικό του όνειρο. Ο νέος της ιδιοκτήτης κατείχε από παιδί μία μικρή μινιατούρα της Lamborghini Miura S σε μωβ μεταλλικό χρώμα και ανοιχτόχρωμο σαλόνι. Το όνειρό του ήταν πάντα να μετατρέψει αυτή ακριβώς τη μινιατούρα σε πραγματικό αυτοκίνητο και αυτό ακριβώς έκανε. Έτσι αγόρασε το αυτοκίνητο, το οποίο μεταφέρθηκε στις εγκαταστάσεις της Lamborghini για ολική ανακατασκευή. Εκεί συναντήθηκε ξανά ύστερα από 34 ολόκληρα χρόνια με τον original κινητήρα της, την καρδιά που έλειπε από τα σπλάχνα της και θα την επανάφερε στη ζωή. Αυτοκίνητο και μοτέρ βρέθηκαν πλάι-πλάι έτοιμα και τα δύο για πλήρη ανακατασκευή και αναγέννηση.
Το λυπητερό κομμάτι της ιστορίας ήταν οι αισθητικές παρεμβάσεις στις οποίες προχώρησε ο νέος ιδιοκτήτης, ο οποίος ζήτησε να αλλάξει το καφέ χρώμα που έντυνε τη Miura για περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες, σε μωβ μεταλλικό, ακριβώς όπως όριζε η μινιατούρα του. Το ίδιο έγινε και στο εσωτερικό, με ολόκληρο το δερμάτινο σαλόνι στο χρώμα του πούρου, αλλά και όλες τις αλουμινένιες πινελιές των Ωνάση-Κόκοτα που διαφοροποιούσαν το αυτοκίνητο από τις υπόλοιπες 139 Miura S που κυκλοφορούσαν, να καταλήγουν στον κάλαθο των αχρήστων και να τοποθετούνται από την αρχή τα στάνταρ ανταλλακτικά. Η Miura S του Σταμάτη Κόκοτα ξανάγινε ένα πολύ όμορφο αυτοκίνητο το οποίο έδωσε σάρκα και οστά στα όνειρα του νέου της ιδιοκτήτη. Το όλο project της ανακατασκευής ξεπέρασε τις 500.000€ και σήμερα το αυτοκίνητο κυκλοφορεί στην Ιταλία, ζώντας τη δεύτερη νιότη του.
ΥΓ: Ευχαριστούμε πολύ τον κύριο Δημήτρη Σπυρόπουλο, CEO της Veloce Classic London για τις πολύτιμες πληροφορίες και το φωτογραφικό υλικό που μας προσέφερε, καθώς και τον κύριο Σταμάτη Κόκοτα για τις φωτογραφίες από το προσωπικό του αρχείο!