Το Fiat 126 είναι ένα μικρό αυτοκίνητο πόλης που γεννήθηκε στο Κασίνο της Ιταλίας το 1972 και φέτος γιορτάζει τα 50 χρόνια του. Έκανε το ντεμπούτο του στο Σαλόνι Αυτοκινήτου του Τορίνο του 1972 και δημιουργήθηκε για να φέρει εις πέρας ένα πολύ δύσκολο έργο, να αντικαταστήσει έναν θρύλο, το περίφημο “πεντακοσαράκι” ή επισήμως Fiat 500. Κατάφερε να εκπληρώσει το στόχο του και δημιουργώντας μάλιστα έναν άλλο, ολοδικό του, θρύλο εντός και εκτός ιταλικών συνόρων.
Όλα ξεκίνησαν τον Οκτώβρη του 1972 όταν το πρώτο Fiat 126 άφησε τη γραμμή παραγωγής. Η κατασκευή του ουσιαστικά στηρίχθηκε πάνω στα σχέδια του προκατόχου του, Fiat 500, με το οποίο είχαν πολλά κοινά στοιχεία, όπως το σασί, το μεταξόνιο, την ανάρτηση, το σύστημα διεύθυνσης και πολλά ακόμη κοινά μηχανικά μέρη. Οι διαφορές τους ήταν κυρίως στην εμφάνιση που οι καμπύλες γραμμές του 500 αντικαταστάθηκαν από ευθείες και πιο τετραγωνισμένους όγκους. Ο σχεδιαστής του 126, Sergio Sartorelli, θέλησε να μεγεθύνει αρκετά το αμάξωμα του αυτοκινήτου, χαρίζοντας περισσότερο εσωτερικό χώρο και ασφάλεια στο αυτοκίνητο, σε σχέση με τον προκάτοχό του.
Το Fiat 126 παρήχθη στην Ιταλία μέχρι το 1979, σε σύνολο 1.352.912 μονάδων. Ωστόσο, η παραγωγή του δεν μετρά μόνο τόσο λίγα αυτοκίνητα ούτε τερμάτισε το 1979. Το Fiat 126 έκανε καριέρα και εκτός Ιταλίας και μάλιστα πολύ μεγαλύτερη απ’ ότι εντός. Η συνολική του παραγωγή ξεπερνά τις 4.674.000 μονάδες κυρίως σε Πολωνία, Γιουγκοσλαβία, Αυστρία, Αυστραλία, ωστόσο δεν έλειψαν και κάποιες μικρές απόπειρες σε Γερμανία και Ελλάδα(!). Έχει μάλιστα κυκλοφορήσει πέραν της Fiat και με τα σήματα των Polski Fiat, Zastava, Steyr Puch, FSM και εδώ στη χώρα μας ως DIM 652, που παρήχθη σε 10 μόλις μονάδες στη βιομηχανία του Γεώργιου Δημητριάδη, στις Αχαρνές αποτελώντας μία ακόμη προσπάθεια στην ιστορία της ελληνικής αυτοκίνησης.
Εκεί που το Fiat 126 γνώρισε πραγματικά τεράστια επιτυχία και αγαπήθηκε όσο κανένα άλλο αυτοκίνητο ήταν η Πολωνία. Η παραγωγή του ξεκίνησε από την Fabryka Samochodów Małolitrażowych (FSM) το 1973 και ολοκληρώθηκε μόλις το 2000, έχοντας κατασκευαστεί περισσότερες από 3,3 εκατομμύρια μονάδες, υπό τη φίρμα της περίφημης Polski Fiat. Ο πολωνικός λαός αγάπησε πάρα πολύ αυτό το μικρό, προσιτό και εύχρηστο αστικό αυτοκίνητο, το οποίο αγόραζε φανατικά, περιμένοντας ακόμη και δύο ολόκληρα χρόνια για να το παραλάβει, λόγω της τεράστιας λίστας αναμονής.
Μάλιστα το 126 στην Πολωνία απέκτησε και ένα παρατσούκλι. Ο κόσμος το αποκαλούσε Maluch που θα πει πιτσιρίκι ή μικρό παιδί, προφανώς λόγο του μικρού του μεγέθους. Το όνομα αυτό μάλιστα καθιερώθηκε σε τέτοιο βαθμό που η ίδια η εταιρεία αναγκάστηκε να το υιοθετήσει το 1997 αλλάζοντας το όνομα του μοντέλου από Fiat 126p σε Fiat 126 Maluch. Αποτέλεσε δε το πλέον κοινό αυτοκίνητο της Πολωνίας κατά τις δεκαετίες 1980 και 1990, ενώ συνεχίζει να κυκλοφορεί σε μεγάλο βαθμό ακόμη και σήμερα.
Ωστόσο τα ψευδώνυμα δεν σταμάτησαν εκεί. Στην Αλβανία ήταν γνωστό ως Kikirez (μικρός κόκορας), σε Σερβία, Βοσνία και Κροατία ήταν γνωστό ως Peglica (σιδεράκι), στη Σλοβενία flea (ψύλλος), στην Ουγγαρία kispók (αραχνάκι),στη Γερμανία και στην Ιταλία έμεινε γνωστό ως bambino (πιτσιρίκι), ενώ σε Κούβα και Χιλή είναι γνωστό ως Polaquito (Πολωνάκι).
Όσον αφορά στα τεχνικά του χαρακτηριστικά, το 126 ήταν αερόψυκτο και πισωκίνητο, με τον δικύλινδρο κινητήρα του τοποθετημένο στο πίσω μέρος να έχει χωρητικότητα μόλις 600 κ.εκ. και να αποδίδει 23 ίππους στις 4.800 σ.α.λ., αγγίζοντας την τελική ταχύτητα των 106 χλμ/ώρα. Ο κυβισμός αυξήθηκε στα 650 κ.εκ. το 1977 χωρίς να επηρεάσει την απόδοση και στη συνέχεια στα 700 κ.εκ. το 1987 με την ισχύ να αγγίζει τα 26 άλογα και την τελική ταχύτητα τα 110 χλμ./ώρα. Τη μετάδοση αναλάμβανε να φέρει εις πέρας ένα χειροκίνητο σασμάν τεσσάρων σχέσεων, με την πρώτη ταχύτητα μάλιστα να μην είναι συγχρονιζέ. Τέλος τέσσερα ταμπουρόφρενα σταματούσαν τους τροχούς, με τις χαρακτηριστικά μικρές ρόδες διαμέτρου 13 ιντσών.
Το εσωτερικό του ήταν ιδιαιτέρως λιτό και σπαρτιάτικο, έχοντας τα απολύτως απαραίτητα, δηλαδή δύο αεραγωγούς για τον εξαερισμό-θέρμανση της καμπίνας, τρεις διακόπτες στο ταμπλό για φώτα, ξεθάμπωμα πίσω παρ-μπριζ και alarm και προαιρετικά ένα ραδιόφωνο, συνήθως μονοφωνικό, δηλαδή με ένα ηχείο, γεγονός που δεν έκανε μεγάλη διαφορά στην ήχο καθώς το αυτοκίνητο ήταν αρκετά θορυβώδες, ελλείψει όποιας ηχομόνωσης. Στην οροφή υπήρχε απλά μια λεπτή μοκέτα, ενώ κάτω από ταμπλό και στις πόρτες ήταν γυμνή η λαμαρίνα. Ο μικρός χώρος αποσκευών κάτω από το εμπρόσθιο καπό, διέθετε την μπαταρία, την ασφαλειοθήκη και άτακτα τοποθετημένες πλεξούδες καλωδίωσης. Επίσης το μικρό μέγεθος των τροχών επέτρεπε στο αυτοκίνητο να εξοπλίζεται με μία ρεζέρβα κανονικού μεγέθους.
Το 126 φιλοξενούσε μετά δυσκολίας έως 5 επιβάτες, ενώ ελλείψει ικανού χώρου αποσκευών, οι βαλίτσες συνήθως κατέληγαν δεμένες στη σχάρα οροφής, σε περίπτωση ταξιδιού. Ωστόσο το αυτοκίνητο δεν είχε σχεδιαστεί για κάτι τέτοιο, καθώς τόσο οι χώροι του όσο και οι επιδόσεις του το καθιστούσαν ιδανικό για μετακινήσεις εντός αστικού ιστού. Το 1976 στο Σαλόνι Αυτοκινήτου του Τορίνο παρουσιάστηκε η έκδοση Personal, η οποία διέθετε αφαιρούμενα πίσω καθίσματα για επέκταση του χώρου αποσκευών και έτσι έκανε το αυτοκίνητο διθέσιο και πιο… personal. Επιπλέον οι ασημί μεταλλικοί προφυλακτήρες αντικαταστάθηκαν με μαύρους πλαστικούς και φαρδύτερους.
Το Fiat 126 αντικαταστάθηκε σταδιακά από το Fiat Cinquecento, το οποίο ξεκίνησε να κυκλοφορεί ήδη από το 1991. Ήταν το τελευταίο αυτοκίνητο της Fiat με τη διάταξη “όλα πίσω” (κινητήρας στο πίσω μέρος και μετάδοση κίνησης στους πίσω τροχούς). Πολλά Fiat 126 μετατράπηκαν σε αγωνιστικά και πήραν μέρος σε διοργανώσεις ράλι. Είναι ένα από τα αυτοκίνητα που αγαπήθηκαν πάρα πολύ από τον κόσμο και συνεχίζει ακόμα και σήμερα θεωρείται ένα από τα πιο cool αυτοκίνητα που κατασκευάστηκαν ποτέ.
Και στη χώρα μας γνώρισε μεγάλη επιτυχία τις δεκαετίες του ’80 και ’90 λόγω της προσιτής του τιμής και του μεγέθους του. Μάλιστα έχει ακουστεί και στο τραγούδι “Τσικαμπούμ” των Γιάννη Γιοκαρίνη και Σάκη Μπουλά (“έχω γκόμενα με δυάρι προς το στάδιο που έχει Φίατ πέρσοναλ με ράδιο”), όπως μπορείτε να δείτε και στο σχετικό θέμα εδώ.