To μεγαλοπρεπές θέαμα ενός κεραυνού που «εκρήγνυται» με αμέτρητη ισχύ, ενώνοντας ουρανό και γη, παράγοντας ήχο και φως, αποτελεί τον πιο ταιριαστό παραλληλισμό για μια μοτοσυκλέτα σαν την Aprilia Tuono V4 1100 Factory. Άλλωστε Tuono σημαίνει κεραυνός…
Ξεκίνησε την καριέρα του το 2002, λίγο μετά την επιστροφή της Aprilia στην κατηγορία των Superbikes με την επιβλητική RSV4, τη μοναδική τότε με κινητήρα V-4 στην αγορά, από την οποία και δανείζεται τα περισσότερα στοιχεία. Εξ αρχής στόχος ήταν να τοποθετήσει στον πιο «προσγειωμένο» χώρο των streetfighters μια εμβληματική μοτοσυκλέτα που να μπορεί να οδηγηθεί προσφέροντας καθημερινή απόλαυση και έξω από την πίστα. Το αποτέλεσμα ήταν εκρηκτικό και η ανανέωσή του το έφερε ακόμη πιο κοντά στην κορυφή.
Με απαράμιλλο σχεδιασμό, το νέο μοντέλο εντυπωσιάζει τόσο σε στάση με τους ζωηρούς χρωματισμούς του όσο και όταν κινείται, όπου και αναδεικνύει τις αρετές του. Εξοπλισμένο κατάλληλα για τον δύσκολο προορισμό του, ενσωματώνει ένα κατεβατό από ακρωνύμια για να δηλώσει τον πλούσιο εξοπλισμό της. Κυκλοφορεί σε δύο εκδόσεις, την πλούσια επ’ ονόματι V4 1100 RR και την ακόμη πιο πλούσια εξοπλισμένη V4 1100 Factory. Στο πλαίσιο των προδιαγραφών Euro 4, πλέον, το Tuono προσφέρει τις… αστρικές του επιδόσεις, συνδυασμένες με την αίσθηση του απόλυτου ελέγχου και του υπερπλήρους εξοπλισμού.
Και οι δύο εκδόσεις παράγουν 175 ίππους, μοιράζονται τα δομικά στοιχεία και διαφέρουν σε περιφερειακό εξοπλισμό. Πέρα από τα χρώματα, το RR φορά αναρτήσεις της Sachs, ενώ το Factory της Ohlins, ενώ τα ελαστικά πρώτης τοποθέτησης είναι πιο spοrt στην «εργοστασιακή» Factory. Νέα είναι τα φρένα και για τις δύο, με ακτινικές monobloc δαγκάνες τεσσάρων εμβόλων Μ50 της Brembo, ενώ οι δίσκοι είναι μεγαλύτεροι, στα 330 mm. Το πάρτι, όμως, γίνεται στα ηλεκτρονικά συστήματα που η Aprilia έβαλε κάτω από την ομπρέλα με το όνομα APRC (Aprilia Performance Ride Control).
Σε τίτλους, το APRC περιλαμβάνει:
ATC – Aprilia Traction Control, με οκτώ επίπεδα παρέμβασης και την εναλλαγή τους να μπορεί να γίνει on–the–fly, που σημαίνει εν κινήσει, ακόμα και με ανοιχτό γκάζι.
AWC – Aprilia Wheelie Control, σε τρία επίπεδα παρέμβασης, για την αποτροπή ή τον έλεγχο της σούζας κατά την επιτάχυνση.
ALC – Aprilia Launch Control, σε τρία επίπεδα, για βέλτιστες εκκινήσεις.
AQS – Aprilia Quick Shift, για απρόσκοπτες αλλαγές σχέσεων χωρίς τη χρήση του συμπλέκτη και με ανοικτό το γκάζι, ακόμη και για τα κατεβάσματα.
APL – Aprilia Pit Limiter, για τον περιορισμό της ταχύτητας κατά την κίνηση στη γραμμή των pit μιας πίστας.
ACC – Aprilia Cruise Control. Το κερασάκι της τούρτας, κάνει τη δουλειά που περιγράφει, σαφώς χωρίς χρήση σε τέτοια μοτοσυκλέτα, ωστόσο και με αυτό, μπορεί να καμώνεται πως διαθέτει ό,τι ηλεκτρονικό βοήθημα υπάρχει στον κόσμο τούτο.
Το ABS θεωρείται πλέον αυτονόητο, εδώ όμως, πέρα από τα τρία επίπεδα διαμόρφωσης, προσφέρεται και με σύστημα για τη διαχείριση του φρεναρίσματος υπό κλίση, το Cornering ABS. Πέραν αυτών, στο νέο του αστρικό ταξίδι το Tuono διαθέτει νέα οθόνη οργάνων που μπορεί να υποδεχτεί την πλατφόρμα Multimedia V4-MP του Piaggio Group, όπου οι ενδείξεις πλέον πλησιάζουν εκείνες μιας αγωνιστικής μοτοσυκλέτας.
Σε κάθε του γωνία το Tuono θυμίζει τη «δότρια» σε prestige εμφάνισης, εξοπλισμού αλλά κυρίως αύρας παγκοσμίου επιπέδου (επτά τίτλοι) RSV4, με τις προσαρμογές να έχουν γίνει προσεκτικά και με στιλ. Λείπει το μισό φέρινγκ, οπότε ο κινητήρας σε κοινή θέα πια πλαισιώνεται από λεπτομέρειες ώστε να παραμένει αρμονικό το σύνολο ή καλύτερα… εκρηκτικό.
Κάπου ανάμεσα σε αυτά, το αυτοκόλλητο στο ρεζερβουάρ υπενθυμίζει τους παγκόσμιους τίτλους που έχει κατακτήσει η Aprilia: 54 από το 1992 μέχρι σήμερα, ενώ από το 2004 που εντάχθηκε στο Piaggio Group η δυναμική της ενισχύθηκε και το 2015 επέστρεψε και στο MotoGP.
Τα φωτιστικά σώματα προέρχονται αυτούσια από το RSV4, όπως και όσα κομμάτια μπορούσαν να παραμείνουν, π.χ. η ουρά του Factory, την οποία δανείστηκε ως είχε. Ευρηματική είναι η τοποθέτηση «δείγματος» σέλας για τον συνεπιβάτη. Ο όγκος του είναι μικρός, η αίσθηση στατικά είναι ότι πρόκειται για μικρότερη μοτοσυκλέτα, ενώ με έναν τρόπο που μόνο η Aprilia μπορεί να εξηγήσει, όλοι οι αναβάτες βολεύονται επάνω του, ανεξάρτητα από το ύψος τους…
Από τη στιγμή που θα ξεκινήσει, τα πράγματα γίνονται αμέσως ξεκάθαρα. Η δύναμη περισσεύει, αλλά δεν τρομάζει. Πάντα έχει «κι άλλο», αλλά πολιτισμένα και ελεγχόμενα. Το νέο παιχνίδι του οδηγού γίνεται το να αλλάζει διαρκώς ταχύτητες, ώστε να ακούει το στιγμιαίο αυτό μελωδικό «σκάσιμο» που δημιουργεί το shifter ή την γκαζιά που αυτόματα δίνει για το κατέβασμα με το γκάζι ανοικτό…
Στο φάσμα της εποικοδομητικής υπερβολής στην οποία αρέσκεται η Aprilia εντάσσονται, πέρα από το Cruise Control στο Tuono, οι ενδείξεις στην πολυσύνθετη οθόνη για το κατά πόσο είναι ανοικτό το γκάζι ή πόσο έντονο είναι το φρενάρισμα! Όπως ενίοτε βλέπει κανείς στην τηλεόραση όταν παρακολουθεί MotoGP. Επίσης υπάρχει ένδειξη για την κλίση της μοτοσυκλέτας, ώστε να μπορεί να υποστηρίζει ότι διαθέτει την πληρέστερη πηγή πληροφόρησης από κάθε άλλη μοτοσυκλέτα, συνθέτοντας τελικά όσα χρειάζεται για να συνεχίσει κανείς την ενασχόληση και μετά την οδήγηση, εν είδει τηλεμετρίας, στον υπολογιστή του.
Όλα ελέγχονται από μια σειρά button και διακόπτες, με το βιβλίο χρήσης τους να υπερβαίνει εκείνο της ίδιας της μοτοσυκλέτας. Ωστόσο όλα καταλήγουν να είναι εύχρηστα και συνεργάσιμα, με πρώτη απ’ όλα την ίδια τη μοτοσυκλέτα. Όσο ανάλαφρη και συνεργάσιμη είναι, άλλο τόσο ανταποκρίνεται σε κάθε επιθυμία για γρήγορη οδήγηση, ειδικά σε πίστα. Μέσα στην κίνηση η όρθια στάση θα διευκολύνει, όχι όμως και η «αγωνιστική. Όμως σε όλα υπάρχουν και όρια…
Άλλωστε το Tuono περνά τα μηνύματα χρήσης του διακριτικά, αλλά με απόλυτη σαφήνεια. Τα προγράμματα απόδοσης που διαθέτει αναφέρονται σε τρεις επιλογές: T (Track-πίστα), S (Sport) και R (Race-αγώνας). Τίποτε λιγότερο, τίποτε πιο γήινο, όλα σε διαβαθμίσεις… κεραυνού.