Είναι Σάββατο πρωί σε μια ήρεμη κωμόπολη. Δύο ντόπιοι ηλικιωμένοι απολαμβάνουν την πρωινή τους ρουτίνα: καφές, εφημερίδα, νέα. Το γαλήνιο και οικείο σούσουρο της καφετέριας της γειτονιάς σπάει ο ήχος ενός αγωνιστικού αυτοκινήτου που κινείται οξύμωρα στο επιτρεπτό όριο ταχύτητας για να φτάσει στην επόμενη Ειδική Διαδρομή.
Ο ήχος είναι τόσο απόκοσμος όσο και οικείος πια, όπως και η εικόνα. Είναι η εποχή του ράλι. Ο καφές όμως είναι αλλιώς σήμερα. Για τις επόμενες τρεις μέρες η κουβέντα στον καφέ θα κρύβει πάντα στροφές, σκόνη και μια γλυκιά λογομαχία μεταξύ παλιών φίλων για το ποιος είναι ο καλύτερος οδηγός, ποιος «λιώνει» το αμάξι του περισσότερο, ποιος θα τα βροντήξει και ποιανού η σειρά είναι να συνταξιοδοτηθεί. Και μαζί με τις γουλιές καφέ θα αρχίσουν οι αναμνήσεις. Τότε ο τάδε, ο δείνα, θυμάσαι που…
Ο σουρεαλισμός της εικόνας αγγίζει βαθιά τον συμβολισμό του ίδιου του μηχανοκίνητου αθλητισμού: ένα «κτήνος» που ημερεύει στα χέρια ενός ανθρώπου.
Η δίψα για ταχύτητα, που όμως σέβεται τον περίγυρο, την κοινωνία και την κουλτούρα, καθιστά εφικτή την απογείωσή της σε μόλις λίγα χιλιόμετρα απόσταση…
Τα ράλι και οι κοινωνίες έχουν ζυμωθεί μαζί. Αυτή είναι και η διαφορά τους από τα άλλα μηχανοκίνητα σπορ. Για αυτό και δημιουργούν γενιές και γενιές νέων οπαδών!