Σύμφωνα με τους κανονισμούς του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος Superbike (WSBK), για να συμμετέχει ένας κατασκευαστής με τη δική του μοτοσικλέτα superbike θα πρέπει να παράγει, ανάλογα και με τη συνολική παραγωγή του, έναν ελάχιστο αριθμό μοτοσικλετών για το δρόμο. Αυτές οι μοτοσικλέτες έπειτα θα χρησιμοποιηθούν ως βάση για τις αγωνιστικές που θα συμμετέχουν στο πρωτάθλημα.
Για να έχουν περισσότερες πιθανότητες να κατακτήσουν την κορυφή, οι κατασκευαστές, εκτός από τις ευρείας παραγωγής superbikes, παρουσίασαν και ειδικές εξωτικές εκδόσεις για τις superbike τους, οι οποίες, ειδικά τη 10ετία του ’80 ήταν ουσιαστικά αγωνιστές με φλας και πινακίδα. Σε σχέση με τις superbikes ευρείας παραγωγής είχαν σημαντικές μηχανικές διαφορές στους κινητήρες, τα περιφερειακά και τα πλαίσια τους, ενώ κάποιες από αυτές κατασκευάστηκαν επί τούτου σε ελάχιστα αντίτυπα μόνο για να μπορούν να αγωνιστούν οι εργοστασιακές ομάδες των κατασκευαστών και χωρίς να υπάρχει αντίστοιχη μοτοσικλέτα παραγωγής.
Έτσι οι αναβάτες είχαν τη δυνατότητα όχι μόνο να δουν τις αγαπημένες τους εταιρείες και μοτοσικλέτες να αγωνίζονται, αλλά να μπορούν και να τις αγοράσουν (αν τις έβρισκαν… ), κάτι που έκανε το WSBK ιδιαίτερα δημοφιλές και το έφτασε να συναγωνίζεται μια εποχή ακόμη και το MotoGP.
Οι κανονισμοί του WSBK οδήγησαν στη δημιουργία μερικών από τις πλέον εξωτικές (και ακριβές) μοτοσικλέτες που έχουν δει το φως της παραγωγής, με τις πρώτες να έχουν ήδη αποκτήσει τρομερή συλλεκτική αξία, κάτι που θα γίνει στο μέλλον και για την τρέχουσα γενιά των ειδικής παραγωγής superbikes. Με εξαίρεση τη σημερινή γενιά “homologation specials”, πάμε να δούμε μαζί τις πιο σημαντικές από αυτές.
Aprilia RSV 1000 Mille SP (2000)
To “SP” σημαίνει Sport Production στη γλώσσα της Aprilia και η superbike RSV 1000 Mille που το φέρει ως συνθετικό του ονόματος της δημιουργήθηκε από την εταιρεία του Noale ώστε να συμμετέχουν οι Ιταλοί στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Superbike 2000. Η παραγωγή RSV 1000 Mille SP περιορίστηκε στις μόλις 150 μονάδες και ενώ εξωτερικά διαφέρει σχεδόν ελάχιστα από τη στάνταρ V2 δικύλινδρη superbike, η SP έχει διαφορές από αυτή σχεδόν σε κάθε μηχανικό της μέρος και εξάρτημα.
Οι πιο σημαντικές από αυτές εντοπίζονται στη μικρότερη χωρητικότητα του κινητήρα των 145 ίππων (διαφορετική διάμετρος και διαδρομή) ώστε να μπορεί να ανεβάζει περισσότερες στροφές αλλά και στο μοναδικό και πιο στιβαρό πλαίσιο. Στο τελευταίο ο αναβάτης μπορεί να αλλάξει τη θέση του κινητήρα, τη θέση του ψαλιδιού αλλά και την κάστερ και να προσαρμόσει έτσι τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά της μοτοσικλέτας ανάλογα με την πίστα. Το φέριγνκ παράλληλα είναι κατασκευασμένο από ανθρακονήματα και για αναρτήσεις έχουν χρησιμοποιηθεί οι κορυφαίες εκείνη την εποχή μονάδες της Ohlins που είναι πλήρως ρυθμιζόμενες. Τα επίσημα στοιχεία κάνουν λόγο για βάρος στα 185 στεγνά κιλά και τελική στα 279 χλμ./ώρα.
Ducati 916SPS (1997)
Η πιο εμβληματική superbike των τελευταίων 30 ετών και μια από τις και μια από τις πιο επιτυχημένες στην ιστορία του θεσμού, η Ducati 916 δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Η έκδοση SPS (Sport Production Special) δημιουργήθηκε ώστε η εταιρεία από το Borgo Banigale να ομολογκάρει το νέο τότε κινητήρα των 996 κ.εκ. και λίγο πριν την εμφάνιση της 996 που έφερε ουσιαστικά αυτό το μοτέρ. Ο L2 κινητήρας ήτνα μεγαλύτερος σε χωρητικότητα από της πρώτης 916, με νέες κάσες για το νέο στρόφαλο, νέους εκκεντροφόρους, ενώ νέες ήταν και οι κεφαλές με τις μεγαλύτερες βαλβίδες και δύο μπεκ για κάθε κύλινδρο. Η ισχύς έφτανε στους 123 ίππους και τα 99 Nm ροπής Το “πακέτο” ολοκληρονώταν από τα κορυφαία για την εποχή φρένα της Brembo, τις αναρτήσεις της Ohlins και τους τροχούς της Marchesini και το βάρος ήταν 190 κιλά χωρίς υγρά.
Honda VFR750R RC30 (1987)
Ως ο νούμερο ένα κατασκευαστής, η Honda έχει παράξει πολλές θρυλικές μοτοσικλέτες κατά καιρούς. Ωστόσο σίγουρα εκείνες που κάνουν το στόμα να ανοίγει και τα σάλια να τρέχουν είναι οι μοτοσικλετες που έχουν φτιάξει οι Ιάπωνες με στόχο την υπεροχή τους στους αγώνες, εκείνες που έχουν “ενεργοποιήσει” δηλαδή και την εμπλοκή της θρυλικής πλέον Honda Racing Corporation (HRC). Μια από αυτές, που απέκτησε status κλασικού από την ημέρα που παρουσιάστηκε και αποτέλεσε μοτοσικλέτα που παραδέχτηκαν ακόμη και οι ανταγωνιστές της Honda είναι η VFR750R, γνωστή και ως RC30.
Η Honda εξέλιξε και κατασκεύασε την V4 superbike της με ένα και μόνο σκοπό που δεν ήταν άλλος από την κατάκτηση του πρώτου Παγκόσμιου Πρωταθλήματος Superbike στην ιστορία που πραγματοποιήθηκε το 1988. Το οποίο και κατάφερε τους Ιάπωνες να κατακτούν τον τίτλο στους κατασκευαστές μπροστά από τις Yamaha και Bimota και τον Αμερικάνο Fred Merkel να στέφεται παγκόσμιος πρωταθλητής αφήνοντας δεύτερο τον Fabrizio Pirovano και τρίτο τον Davide Tardozzi (Bimota), παρόλο που ο τελευταίους είχε και τις περισσότερες νίκες από όλους. Με την βελτιωμένη έκδοση της RC30 η Honda κυριάρχησε και την επόμενη χρονιά κάνοντας διπλασιάζοντας τα πρωταθλήματα της και πέρασε έτσι με χρυσά γράμματα στην ιστορία του θεσμού.
Η μονόσελη VFR750R, που κατασκευάστηκε σχεδόν στο χέρι, σε 3.000 μονάδες, είναι ένα πραγματικό κόσμημα σε δύο τροχούς που συγκεντρώνει όλη τη μαεστρία και γνώση της Honda στη δημιουργία αγωνιστικών μοτοσικλετών. Ουσιαστικά είναι τέτοια και έχει ελάχιστες διαφορές έναντι της μοτοσικλέτας που κέρδισε το παγκόσμιο πρωτάθλημα. Ο V4 των 748 κ.εκ., έφερε εκκεντροφόρους που οδηγούνταν από γρανάζια και απέδιδε 118 ίππους στην ανοιχτή έκδοση δρόμου (μόλις 76 για την αγορά της Ιαπωνίας) και έφερε εξαρτήματα κατασκευασμένα από υλικά που θεωρούνται ακόμη και σήμερα εξωτικά, όπως είναι οι μπιέλες τιτανιού, με κόστος οχταπλάσσιο σε σχέση με τις συμβατικές μπιέλες εκείνης της εποχής. Σκεπτόμενη μόνο τη νίκη, η Honda δεν έκανε καμία οικονομία στην κατασκευή της VFR750R, κάτι που φαίνεται επίσης στο πανέμορφο αλουμινένιο πλαίσιο δύο δοκών αλλά και το πανάκριβο μονόμπρατσο ψαλίδι, επίσης από αλουμίνιο, το οποίο επέτρεπε τη γρήγορη αντικατάσταση του πίσω τροχού, μαζί με το φρένο και το γρανάζι.
Honda VFR750 RC45 (1993)
Η VFR750 RC45 ήταν η μοτοσικλέτα που διαδέχθηκε την RC30 που δεν μπορούσε πια να κερδίζει στους αγώνες τις πανίσχυρες Ducati. Με μικρές αλλαγές και με την προσθήκη ηλεκτρονικού ψεκασμού η Honda παρουσίασε μια ελαφρύτερη (κατά έξι περίπου κιλά) και σχεδόν πλήρως ανασχεδιασμένη μοτοσικλέτα που θεωρείται μέχρι σήμερα ως μία από τις πλέον καλοκατασκευασμένες δημιουργίες στον κόσμο των δύο τροχών με ποιότητα που αναβλύζει σχεδόν από κάθε μικρή λεπτομέρεια της. Με μόλις 200 μοτοσικλέτες να παράγονται συνολικά, η RC45 είναι μια από της σπανιότερες Honda που κατασκευάστηκαν ποτέ και αν και δεν είχε την αγωνιστική επιτυχία της RC30, θεωρείται ως μια από τις πιο ολοκληρωμένες superbikes, η οποία στον αγωνιστικό στίβο είχε απλά την “ατυχία” να βρει μπροστά της την Ducati 916…
Yamaha FZR 750RR OW01 (1989)
Η OW01 ήταν η περιορισμένης παραγωγής έκδοση της Yamaha FZR 750R και δημιουργήθηκε από την εταιρεία των τριών διαπασών για να συναγωνιστεί την Honda VFR750R στα τέλη της 10ετίας του ’80 στο παγκόσμιο πρωτάθλημα superbike. Μπορεί να μην ήταν τόσο επιτυχημένη όσο η V4 μοτοσικλέτα της Honda στον αγωνιστικό στίβο αλλά η FZR 750RR OW01 είναι μια σπάνια Yamaha με αγωνιστικές καταβολές που κατασκευάστηκε σε 1.000 αντίτυπα.
Το χαρακτηριστικό σχήμα της FZR 750RR OW01 την κάνει εύκολα αναγνωρίσιμη από μακριά με τα γωνιώδη ρεζερβουάρ και μονόσελο να ξεχωρίζουν, με ο πρώτο να είναι κατασκευασμένο από αλουμίνιο. Η μοτοσικλέτα της Yamaha φέρει και άλλα στοιχεία που την κάνουν να δείχνει τους αγωνιστικούς της προσανατολισμούς όπως είναι το σύστημα ταχείας απελευθέρωσης για τον εμπρός τροχό, οι αναρτήσεις της Ohlins. Ο 20βάλβιδος 4κύλινδρος κινητήρας με τις υπερτετράγωνες διαστάσεις για τους κυλίνδρους του έφερε μπιέλες τιτανίου και απέδιδε 121 ίππους, ενώ το βάρος της μοτοσικλέτας 205 κιλά, πλήρης υγρών.