Το 2019 ήταν μια πολύ δημιουργική χρονιά για τη Ferrari. Ούτε ένα ούτε δύο, αλλά πέντε νέα μοντέλα βγήκαν από το εργοστάσιο στο Maranello: η F8 Tributo, η F8 Tributo Spider, η 812 GTS, η SF 90 Stradale και, τέλος, η Roma. Αυτός ο παραγωγικός οργασμός νέων μοντέλων προήλθε από τη βαθιά γνώση της Ferrari για τη ζήτηση που έχουν τα αυτοκίνητά της. Παρ’ όλα αυτά, κρατά χαμηλά τον ετήσιο αριθμό παραγωγής της, χαμηλότερα από κάθε άλλον κατασκευαστή, ακριβώς για να διατηρήσει ψηλά την αξία των αυτοκινήτων της.
Η Roma, αν και μοιράζεται την πλατφόρμα και τον κινητήρα – αναβαθμισμένο βέβαια – με την Portofino, που με τη σειρά της αντικατέστησε την California Τ, είναι ένα εντελώς διαφορετικό αυτοκίνητο. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν κλειστή έκδοση της ανοικτής Portofino, αλλά αναμφίβολα θα ήταν ατυχής ο παραλληλισμός.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Η Roma είναι ένα GT hardtop coupe με τον κινητήρα τοποθετημένο εμπρός και την καμπίνα να χαρακτηρίζεται σαν 2+, που σημαίνει όχι 2+2, αλλά 2 και κάτι ψιλοπράγματα, στο… παγκάκι που υπάρχει στην υποτιθέμενη θέση των πίσω επιβατών. Έτσι για να στριμώχνουμε κάποια πανάκριβη δερμάτινη βαλίτσα από την Collection Ferrari. Η Ferrari δηλώνει ότι το όνομά της σαφέστατα προέρχεται από την ιστορική ιταλική πρωτεύουσα και έχει το στυλ των ανέμελων ημερών των δεκαετιών του ’50 και του ’60.
Ιδιαίτερη είναι και η στιλιστική εμφάνιση της Roma, που έχει ξεφύγει από την κλασική συνταγή της Ferrari καταργώντας τους σφηνοειδείς προβολείς και αντικαθιστώντας τους με πιο κομψούς, που όμως δημιουργούν πιο συγκρατημένη εμφάνιση. Όπως και το κάτω μέρος της μάσκας, το οποίο εκπροσωπεί μια νέα σχεδιαστική άποψη που δεν έχουμε ποτέ συναντήσει σε άλλη δημιουργία του Ιταλού κατασκευαστή. Ξεχωριστό είναι και το πίσω μέρος με τα ιδιαίτερα φωτιστικά σώματα και τους μυώδεις πίσω ώμους, που δένουν αρμονικά μαζί τους.
Το τελευταίο coupe από το Maranello διαθέτει αρμονικές διαστάσεις και κομψά ισορροπημένους όγκους. Γνωρίζοντας καλά τη συνταγή οι Ιταλοί από τεχνική άποψη, στη Ferrari Roma εισάγουν μια σειρά απαράμιλλων χαρακτηριστικών που την τοποθετούν στην κορυφή της κατηγορίας της όσον αφορά τον συνδυασμό απόδοσης και οδηγικής απόλαυσης. Αυτά περιλαμβάνουν κυρίως ένα νέο σύστημα μετάδοσης κίνησης με κιβώτιο 8 ταχυτήτων, την εισαγωγή του manettino με πέντε θέσεις για πρώτη φορά σε ένα Grand Toureur της Ferrari και την καλύτερη αναλογία ισχύος/βάρους στην κατηγορία.
Διαστημικό εσωτερικό
Το εσωτερικό έχει μια νέα αρχιτεκτονική αντίληψη και η ιδέα ήταν να δημιουργηθούν δύο ξεχωριστοί χώροι, ένας για τον οδηγό και ένας για τον επιβάτη. Ουσιαστικά πρόκειται για εξέλιξη της ιδέας Dual Cockpit, που ήδη έχει χρησιμοποιηθεί σε άλλα μοντέλα της Ferrari και ομολογουμένως το αποτέλεσμα είναι άκρως εντυπωσιακό.
Υπάρχει ο ψηφιακός πίνακας οργάνων, προαιρετική οθόνη αφής στην κεντρική κονσόλα αλλά και μια τρίτη προαιρετική οθόνη μπροστά από τον συνοδηγό, θυμίζοντας Coralba από την εποχή των ράλι. Θέλοντας να συνδέσουν το παρελθόν με την προηγμένη τεχνολογία του αυτοκινήτου όλοι οι έλεγχοι έχουν τοποθετηθεί στην κεντρική κονσόλα σε μια μεταλλική πλάκα που θυμίζει το παρελθόν με τον χαρακτηριστικό επιλογέα ταχυτήτων, τότε που τα κιβώτια ήταν μηχανικά. Μια λεπτομέρεια που πιστοποιούσε την έννοια που ενσαρκώνει η Roma, La Nuova Dolce Vita.
Παρατηρώντας το νέο τιμόνι που σχεδιάστηκε με τη φιλοσοφία «Eyes on the road, Hands on the wheel», που σημαίνει «μάτια στον δρόμο, χέρια στο τιμόνι», αντιλαμβάνεσαι αυτό που λέμε σωστή εργονομία. Έχουν συγκεντρώσει σε αυτό μια σειρά χειριστηρίων πολλαπλής αφής, που επιτρέπουν στον οδηγό να ελέγχει τα πάντα χωρίς να αφήνει ποτέ το τιμόνι. Όταν το αυτοκίνητο δεν λειτουργεί, οι ψηφιακές οθόνες είναι εντελώς μαύρες, προσδίδοντας στην καμπίνα πολύ μινιμαλιστική εμφάνιση, αλλά όλα «ζωντανεύουν» μόλις ο οδηγός πατήσει τη μίζα.
Τα παραδοσιακά χειριστήρια περιλαμβάνουν το γνωστό manettino – έτσι το βάφτισαν ο Michael Schumacher με τον Rubens Barrichello όταν το πρωτοεμφάνισε η Ferrari τη χρυσή εποχή τους –, τους προβολείς και τους υαλοκαθαριστήρες. Για πρώτη φορά στη Roma το manettino έχει πέντε επιλογές για το προφίλ οδήγησης. Τα νέα χειριστήρια αφής περιλαμβάνουν ένα ιδιαίτερα πρακτικό touchpad στη δεξιά ακίδα του τιμονιού, που επιτρέπει στον οδηγό να πλοηγεί στις κεντρικές οθόνες, ενώ ο ήχος και το Adaptive Cruise Control βρίσκονται στην αριστερή πλευρά.
Εξαιρετικά εύχρηστη και ωραίας αισθητικής η προαιρετική οθόνη 8,5 ιντσών στην κεντρική κονσόλα, ανάμεσα στα δυο cockpits, ενσωματώνει λειτουργίες ψυχαγωγίας, έλεγχο κλιματισμού και satellite navigation. Ξεχωριστή εμπειρία για τον επιβάτη η επίσης προαιρετική έγχρωμη οθόνη αφής 8,8 ιντσών, η οποία δεν εμφανίζει μόνο στοιχεία από το αυτοκίνητο, αλλά μπορεί να κάνει παράλληλες επιλογές όπως ο οδηγός σχετικά με τον κλιματισμό, τη μουσική, την πλοήγηση. Ουσιαστικά χάρη σε αυτή την οθόνη ο επιβάτης γίνεται συνοδηγός.
Ένας πολυβραβευμένος κινητήρας
Κάτω από το καπό βρίσκεται ο πολυβραβευμένος κινητήρας των 3,8 λίτρων σε σχήμα V8 με δύο τούρμπο, ο οποίος έχει χρησιμοποιηθεί στην F8 Tributo και στην Portofino, με τη διαφορά ότι έχει δεχθεί τις «περιποιήσεις» των τεχνικών με αποτέλεσμα η ιπποδύναμη να έχει φτάσει τους 612 ίππους από τις 5.750 στροφές το λεπτό έως τις 7.000 στροφές το λεπτό. Η θηριώδης δύναμη περνά στους πίσω τροχούς ως είθισται σε μια Ferrari μέσω ενός ολοκαίνουργιου κιβωτίου διπλού συμπλέκτη με οκτώ ταχύτητες, ίδιο με αυτό της SF 90 Stradale.
Το νέο κιβώτιο ταχυτήτων είναι πιο συμπαγές και έξι κιλά ελαφρύτερο από τον προκάτοχό του με επτά ταχύτητες. Εκτός από τη μείωση της κατανάλωσης καυσίμου και των εκπομπών ρύπων που συνεισφέρει, οι αλλαγές είναι γρηγορότερες και ομαλότερες χάρη στη χρήση ελαίου χαμηλού ιξώδους, γεγονός που καθιστά το αυτοκίνητο ακόμη πιο εύχρηστο όσον αφορά τις αλλαγές ταχυτήτων στον ανοιχτό δρόμο αλλά και ιδιαίτερα άνετο για χρήση στην πόλη, όπου η πυκνή κυκλοφορία απαιτεί πολλές στάσεις και εκκινήσεις.
Οι επιδόσεις είναι αντιπροσωπευτικές των δημιουργιών που βγαίνουν από το Maranello. Με το βάρος του αυτοκινήτου – κενό από υγρά – να είναι στα 1.472 κιλά αλλά και την υποδειγματική αναλογία βάρους – ιπποδύναμης στα 2,57 κιλά ανά ίππο, η τελική αγγίζει τα 320 χλμ./ώρα, ενώ η διαδικασία επιτάχυνσης από θέση στάσης στα 100 χιλιόμετρα επιτυγχάνεται σε 3,4 δευτερόλεπτα.
Είναι γνωστό πως οι τεχνικοί της Ferrari δίνουν ιδιαίτερη σημασία στην αεροδυναμική κάθε νέου μοντέλου, γιατί συμμετέχει ενεργά σε όλες τις παραμέτρους του αυτοκινήτου. Από τις καταναλώσεις μέχρι τη σταθερότητα στις μεγάλες ταχύτητες αλλά και στο αθόρυβο ταξίδι. Έτσι και στη Roma έδωσαν ιδιαίτερη βαρύτητα με θετικά αποτελέσματα. Το βέβαιο είναι πως το σχεδιαστικό αποτέλεσμα δεν είναι από τα πλέον εντυπωσιακά που έχει δώσει μέχρι σήμερα. Αναμφίβολα όμως πρόκειται για μια γνήσια Ferrari ιδιαίτερα εύχρηστη στην καθημερινή χρήση – όσο κι αν ακούγεται περίεργο αυτό. Το έχει επιβεβαιώσει η προκάτοχος California και California Τ.