Χρόνια τώρα, περισσότερα από 20, σιγόκαιγε μέσα μου η νοσταλγία να βρεθώ στη θέση «Ταρζάν» στα Άγραφα σε μια από τις κλασσικότερες, ομορφότερες αλλά και δυσκολότερες ειδικές διαδρομές του Ράλι Ακρόπολις. Έχοντας ξεκινήσει 28 Ράλι Ακρόπολις, με πρώτο το 1975, βίωσα την κλασσικότερη και ίσως δυσκολότερη μορφή του αγώνα τότε που διέσχιζε σχεδόν όλη την Ελλάδα με 55 ειδικές διαδρομές.
Η ονομασία Ταρζάν προέρχεται από έναν ερημίτη στην κυριολεξία, τον Γιώργο Μπούργο με καταγωγή από τα Φουρνά Ευρυτανίας που, μεταξύ 1950 και 1951, έστησε την καλύβα του στη θέση Ζαχαράκη που απέχει 6 χλμ. από τη Ρεντίνα, 12 χλμ. από τα Φουρνά και 80 χλμ. από τη Λαμία. Ο λόγος ήταν πως ο μπάρμπα Γιώργος, σύμφωνα με πληροφορίες τόσο από τον ίδιο όσο και από συγχωριανούς του που τον γνώριζαν, στα 40 του χρόνια διαγνώστηκε με φυματίωση και οι γιατροί του έδιναν λίγους μήνες ζωή. Τα παράτησε όλα και εγκαταστάθηκε στη θέση που πήρε και το όνομα Ταρζάν, διαψεύδοντας επιστήμη και γιατρούς αφού έζησε άλλα 52 χρόνια. Ο καθαρός αέρας, η ηρεμία, ακόμη και η έλλειψη ηλεκτρικού ρεύματος μέχρι και τα μισά της δεκαετίας του ‘80 του χάρισαν υγεία και νηφαλιότητα. Παράλληλα, η καλύβα αντικαταστάθηκε με ένα ταπεινό, πετρόχτιστο σπιτάκι. Εξελίχτηκε σε φιλοσοφημένο άνθρωπο που τον χαρακτήριζε η ταπεινότητα, η καλοσύνη και η φιλοξενία. Στο καλύβι του έχουν φιλοξενηθεί προσωπικότητες από τον κόσμο των ράλι αλλά και από κάθε μορφής επάγγελμα και κοινωνική τάξη.
Κοιμόταν με το σούρουπο και ξυπνούσε με το λάλημα του κόκορα. Καλλιεργούσε το μποστανάκι του τους καλοκαιρινούς μήνες και είχε το κοτέτσι του που πολλές φορές έπεφτε θύμα λεηλασίας από τις αλεπούδες, εξ ου και το ρητό: Ο μπάρμπα Γιώργος είναι καλός αλλά η αλεπού του τρώει τις κότες! Πάντοτε ο περαστικός έβρισκε λιτό και απλό φαγητό, όπως σαλάτα και αυγά από κότες αλανιάρες.
Τον συναντούσαμε κάθε Μάιο μήνα με αφορμή τις δοκιμές του Ράλι Ακρόπολις και πάντοτε μας καλωσόριζε με πειράγματα. Εμείς από την πλευρά μας τον τροφοδοτούσαμε τσιγάρα, ζάχαρη και καφέ. Σε μία από τις επισκέψεις μας μάς έδειξε με καμάρι μια ολόσωμη ζωγραφική απεικόνισή του από κάρβουνο επάνω σε μια σκεβρωμένη πόρτα και η ιστορία της ήταν άκρως ενδιαφέρουσα: «Ξυπνάω χάραμα», μου αφηγείται ο Ταρζάν, «νίφτηκα κι άνοιξα την πόρτα. Με δέος βλέπω τον Χριστό να περνάει απ’ έξω από το καλύβι μου. Αμάν, την ψώνισα σκέφτομαι από τη μοναξιά. Κλείνω την πόρτα έντρομος, ξανανίβομαι και την ανοίγω πάλι. Είχε απομακρυνθεί 100 μέτρα. Ρε, έλα δω ρε ζαγάρι, του λέω. Κοντοστάθηκε και με αργό βήμα με πλησίασε. Τελικά δεν ήταν ο Χριστός, αλλά όταν μαύρα χαράματα, μέσα στην ερημιά του βουνού, βλέπεις έναν άνθρωπο λιπόσαρκο, 1,75, με μακριά ξανθά μαλλιά, ξανθό μούσι, μπλε μάτια, φορά λευκή κελεμπία, σαντάλια, κρατάει ταγάρι και μπαστούνι, δεν αργείς να μπερδευτείς. Δεν νόγαγε από ελληνικά και με νοήματα τον ρώτησα αν πείναγε. Ξενηστικωμένος ήταν. Του άνοιξα 2-3 κονσέρβες, του έκανα και αυγά τηγανιτά και σε μισή ώρα ήταν ασίκης. Άρχισε να μου κάνει νοήματα, κοίτα να δεις που μπλέξαμε» εξακολουθεί να μου αφηγείται ο Ταρζάν. «Τελικά δεν ήταν αυτό που νόμισα αλλά ο άνθρωπος ήταν ζωγράφος και ήθελε να με αποζημιώσει για το φαγητό ζωγραφίζοντάς με. Πάω κι εγώ, ξεκολλάω την πόρτα από τον καμπινέ και ποζάρω για να με ζωγραφίσει. Του πήρε αρκετές ώρες και μεσημέριασε. Τον ρώτησα αν πεινούσε. Πείναγε. Ξανά κονσέρβες, αυγά και μισό καρβέλι ψωμί. Αφού τελείωσε τον πότισα και νερό, τον πήρα από το χέρι και τον πήγα απέναντι που αρχίζουν να πιλαλάνε τα αγωνιστικά (εννοούσε την αφετηρία της ειδικής διαδρομής). Του έβαλα στο ταγάρι ένα χιλιάρικο που μου είχε δώσει ο φίλος μου ο Τζόνυ Πεσμαζόγλου και συλλαβιστά αλλά δυνατά μπας και με καταλάβει του είπα: Πάρε μαύρε μου τον κατήφορο να βγεις στη δημοσιά πριν νυχτώσει γιατί θα σε φάνε τα τσακάλια μες στο δάσος. Και τον απόλυσα! Δεν έμαθα αν βγήκε στη Μακρακώμη ή όχι». Αυτά και άλλα πολλά ήταν η επαφή μου με τον Ταρζάν, το γλυκύτατο γεροντάκι με το λευκό μούσι και το κυρτό σώμα από τα γηρατειά που συνάντησα για πρώτη φορά τον Μάη του 1975 στο πρώτο μου Ράλι Ακρόπολις με οδηγό τον Γιάννη Σταθάτο. Κι αυτόν θα θυμάμαι πάντα όπως και το καλύβι του αλλά και τον δρόμο εκείνης της εποχής. Τότε, μετά τον Κέδρο κι από τη Ρεντίνα και πάνω μέχρι τον Ζαχαράκη στον Ταρζάν, ο δρόμος ήταν πετρόσπαρτο καλντερίμι φτιαγμένο επί τουρκοκρατίας όπως μου είχαν πει. Σήμερα ο δρόμος είναι φαρδύς, ασφάλτινος και το σπιτάκι του Ταρζάν κλειστό.
Kia Sportage 1.6 CRDI 4WD
Για το ταξίδι μας χρησιμοποιήσαμε το 4ης γενιάς Kia Sportage, μια ολοκληρωμένη πρόταση του Κορεάτη κατασκευαστή, που τη χαρακτηρίζει η ποιότητα κατασκευής (πεντάστερο στο Crash Test του ανεξάρτητου Ευρωπαϊκού Οργανισμού Euro NCAP), ο σύγχρονος σχεδιασμός, η ασφάλεια, η οικονομία στο ταξίδι αλλά και η άνεση που επικρατεί στην καμπίνα. Άλλωστε, μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι, στην ευρωπαϊκή αγορά, το Sportage είναι το Best Seller της Kia με μερίδιο 27,4% των πωλήσεών της.
Ταξιδέψαμε τέσσερα άτομα με τον χώρο αποσκευών γεμάτο τηλεοπτικό εξοπλισμό και αποσκευές και με πίεση χρόνου ώστε να φτάσουμε στη Ρεντίνα για διανυκτέρευση προτού πέσει το σκοτάδι. Ο καιρός είχε τα κέφια του με πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, αέρα και έντονη χιονόπτωση στα Άγραφα.
Το ίδιο και ο πετρελαιοκινητήρας, σε άψογη συνεργασία με το 6άρι κιβώτιο ταχυτήτων, μάζευε χιλιόμετρα ταξιδεύοντας αθόρυβα, οικονομικά και άνετα, επιβεβαιώνοντας τα εντυπωσιακά βήματα μεταμόρφωσης της Kia και τον πλήρη εξευρωπαϊσμό των προϊόντων της.
Στρίβοντας αριστερά προς Ξηνιάδα το απογευματινό φως είχε υπέροχα χρώματα, που φώτιζαν τα νερά που έχει εγκλωβίσει το φράγμα Σμοκόβου δημιουργώντας την τεχνητή λίμνη. Το πρωί η χιονόπτωση είχε δυναμώσει στρώνοντας τον δρόμο προς τον Ταρζάν. Αν και δεν φορούσαμε χειμερινά λάστιχα η λογική χρήση του γκαζιού και η τετρακίνηση του Sportage μας μετέφερε χωρίς προβλήματα μέχρι το σπιτάκι του Ταρζάν, ο οποίος βέβαια έχει εγκαταλείψει τα εγκόσμια σχεδόν από 30ετίας.
Στατικά γυρίσματα του Sportage, περάσματα για βιντεοσκόπηση από διάφορες γωνίες μέχρι τη διασταύρωση για Φουρνά κι από εκεί δρόμο την ασφάλτινη κατηφόρα, στεγνή πλέον, για να φτάσουμε στον κεντρικό δρόμο Καρπενησίου – Λαμίας, Μακρακώμη και ανέβασμα στην Τσούκα για να συναντήσουμε τον τερματισμό της θρυλικής ειδικής, ακριβώς μπροστά στο νεκροταφείο του χωριού.
Υποδειγματικό το στρίψιμο του Sportage με βρεγμένη άσφαλτο και χαμηλή θερμοκρασία, με ακούραστα φρένα στο κατέβασμα μέχρι τον Άγιο Γεώργιο και γρήγορη επιστροφή από την Τσούκα για να φτάσουμε αργά το βράδυ στην Αθήνα. Με πολύ κυνηγητό στον κινητήρα, ιδιαίτερα στα ορεινά κομμάτια για να προλάβουμε το φως, η κατανάλωση δεν ξεπέρασε τα 7,1 λίτρα ανά 100 χιλιόμετρα. Λογικότατη λαμβάνοντας υπόψιν το φορτίο που μετέφερε το Sportage αλλά και την αντιοικονομική οδήγηση λόγω πίεσης χρόνου προκειμένου να ολοκληρώσουμε το γύρισμα κάτω από έντονη χιονόπτωση.
Για την ιστορία, οι τιμές του Kia Sportage ξεκινούν από 22.590 ευρώ η δικίνητη έκδοση βενζίνης και από 22.290 ευρώ η αντίστοιχη του πετρελαίου.