Παραδόξως, στην εποχή της, η Majestic προξενούσε λιγότερες απορίες και μικρότερη έκπληξη από ό,τι σήμερα. Κι αυτό συμβαίνει διότι, όταν εμφανίστηκε, το 1930, το κοινό δεν εντυπωσιαζόταν π.χ. από το σύστημα διεύθυνσης και τον διαχωρισμό της εμπρός ανάρτησης από το τιμόνι. Στον τομέα του hub–steering είχαν προηγηθεί άλλοι και ο Georges Roy, ο κατασκευαστής της Majestic, κινδύνευε να χαρακτηριστεί έως και οπισθοδρομικός – ή ακόμη και λαθρόχειρας αντιγραφέας.
Εν πάση περιπτώσει, ο Roy ήταν ένας πρωτοπόρος οραματιστής. Στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα κατάφερε να πλουτίσει, εφευρίσκοντας αυτόματους αργαλειούς για τη βιομηχανία υφασμάτων.
Ο Georges Roy ήταν όμως, παράλληλα, φανατικός αναβάτης μοτοσυκλετών, εξού και αποφάσισε να κατασκευάσει τα δικά του μηχανοκίνητα δίτροχα – αλλά, βέβαια, με τον δικό του τρόπο.
Για τα δικά του μέτρα, οι περισσότερες μοτοσυκλέτες του καιρού του ήταν απαράδεκτες. Στην πραγματικότητα ήταν ποδήλατα με κινητήρα, κάτι που ο Georges Roy σιχαινόταν. Όπως σιχαινόταν τα γράσα και τους κάθε είδους λεκέδες στα ρούχα του αναβάτη.
Γι’ αυτό, λοιπόν, ο Roy κατασκεύασε τη Majestic, μια μοτοσυκλέτα μακρόστενη σαν ψάρι, μονοκόμματη, με πλαίσιο από πρεσσαριστές δοκούς και με μεταλλικές επιφάνειες να την καλύπτουν εξ ολοκλήρου.
Στο διαμέρισμα του μοτέρ ο Ray στρίμωχνε από τετρακύλινδρους 1000ριδες έως μονοκύλινδρους 350 κ.εκ. κινητήρες. Ο τύπος του κινητήρα όμως, η ιπποδύναμη και τα λοιπά τεχνικά χαρακτηριστικά δεν είχαν καμία σημασία. Εκείνο που μετρούσε ήταν η συγκλονιστική εμφάνιση της Majestic. Το κίνημα της art–deco έβρισκε, επιτέλους, το ιδανικό του όχημα.