Ο Stig Blomqvist γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου του 1946, στο Örebro της Σουηδίας. Ήταν ένας χαρισματικός οδηγός ράλι που, σχεδόν με το ξεκίνημα της καριέρας του, πέρασε στο Hall Of Fame των θρύλων των ράλι ως ένας από τους γνησιότερους εκπροσώπους της Σκανδιναβικής σχολής.
Πριν ξετυλίξουμε το κουβάρι της πλούσιας αγωνιστικής του δράσης, να αναφέρουμε επιγραμματικά ότι το 1984 κέρδισε τον τίτλο των οδηγών του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος Ράλι και ολοκλήρωσε δεύτερος το 1985. Έχει κερδίσει τον αγώνα της χώρας του, το Σουηδικό Ράλι, επτά φορές. Εκτός του WRC, κέρδισε το Βρετανικό Πρωτάθλημα Ράλι το 1983 και το Σουηδικό Πρωτάθλημα Ράλι αρκετές φορές, ενώ κέρδισε και δύο φορές τον επετειακό θεσμό «Race of Champions» το 1989 και το 1990.
Μόλις o Stig Blomqvist απέκτησε την άδεια οδήγησης στην ηλικία των 18 ετών, το 1964, τερμάτισε δεύτερος στον πρώτο του αγώνα με Saab 96. Μετά την εκπαίδευσή του ως οδηγού ράλι, «σχολείο» που πέρασε με τον μετέπειτα ομόσταυλό του στη Saab, τον επίσης μεγάλο Per Eklund, προσχώρησε στην ομάδα της Saab, η οποία είχε ήδη αξιολογήσει το έμφυτο ταλέντο του αλλά και τη ραγδαία εξέλιξή του και πέτυχε τις πρώτες διεθνείς νίκες του το 1971. Κερδίζοντας τρεις διαφορετικούς σε φιλοσοφία και δυσκολία αγώνες, έστρεψε επάνω του τα μάτια όλων των τότε εργοστασιακών ομάδων που συμμετείχαν στα ράλι. Πρώτα η νίκη στο Σουηδικό Ράλι, κατόπιν στο Ράλι 1.000 Λιμνών στη Φινλανδία και τέλος στο RAC Rally στη Μεγάλη Βρετανία, ήταν επιτυχίες που εξέπληξαν τους πάντες. Οι επιδόσεις αυτές βοήθησαν τη Saab να κερδίσει τη δεύτερη θέση πίσω από την Alpine-Renault στο Διεθνές Πρωτάθλημα Κατασκευαστών, προκάτοχο του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος Ράλι.
O Stig Blomqvist κέρδισε το Σουηδικό Ράλι πάλι το 1972 (Saab 96 V4), το 1973 (Saab 96 V4) – που ήταν η πρώτη του νίκη στο νεοσύστατο WRC –, το 1977 (Saab 99 EMS) και το 1979 (Saab 99 Turbo). Κέρδισε το Ράλι Κύπρου του 1973, ενώ ο μακροχρόνιος δεσμός του με τη Saab έληξε όταν το τμήμα Saab Sport έκλεισε το 1981.
Το 1982 η Audi Sport του ανέθεσε να οδηγήσει το Quattro σε μερικούς αγώνες, παράλληλα με τους Hannu Mikkola και Michèle Mouton. Κέρδισε το Σουηδικό Ράλι, ήταν δεύτερος στις 1.000 Λίμνες και έπειτα πήρε την πρώτη νίκη του στο WRC εκτός της πατρίδας του, κερδίζοντας το Rallye San Remo. Στη συνέχεια η Audi τον κράτησε ως τρίτο επίσημο οδηγό της για την επόμενη σεζόν.
Το 1984, οδήγησε το Quattro A2 και Sport Quattro σημειώνοντας πέντε νίκες. Κερδίζοντας τον τίτλο των οδηγών, μπροστά από τον Mikkola, έγινε ο δεύτερος Σουηδός παγκόσμιος πρωταθλητής ράλι μετά τον Björn Waldegård. Η πρώτη του θέση στο Rallye Côte d’Ivoire θα είναι η τελευταία του νίκη στο WRC. Το 1985 τερματίζει δεύτερος στο WRC πίσω από τον Timo Salonen και τη νέα ομάδα Peugeot Talbot Sport με επικεφαλής τον σημερινό πρόεδρο της FIA JeanTodt. Τα καλύτερα αποτελέσματα, δεύτερος στο Σουηδικό Ράλι, στις 1.000 Λίμνες και στο Ακρόπολις. Στην τελευταία σεζόν του Group B το 1986, ο εικονιζόμενος αγωνίστηκε για τη Ford οδηγώντας το RS200 και για την Peugeot με 205 Turbo 16 E2, καταγράφοντας το μοναδικό βάθρο του στο Ράλι Αργεντινής.
Κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων χρόνων της ομάδας Α συνέχισε με τη Ford και οδήγησε ένα Ford Sierra RS Cosworth, οδήγησε για τη Volkswagen Motorsport και τερμάτισε τρίτος με Golf Mk 2 16V στο Safari του 1989. Το 1990 ήταν εκτός WRC, ενώ το 1991 και το 1992 οδήγησε ένα Nissan Sunny GTI-R για τη Nissan Motorsports Europe. Στο Ράλι της Σουηδίας το 1992, πήρε την τρίτη θέση, η οποία θα παραμείνει το τελευταίο του βήμα στο βάθρο του WRC.
Αργότερα, στη δεκαετία του 1990, ο Stig Blomqvist χρησιμοποίησε την εμπειρία του για να εξελίξει το δικίνητο αυτοκίνητο Felicia Kit Car της Škoda Motorsport και κατόπιν οδήγησε διάφορα αυτοκίνητα στην Κατηγορία N στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ράλι Παραγωγής (PWRC). Ακόμα και αρκετά μεγάλος σε ηλικία, ήταν μεταξύ των πρωταγωνιστών.