Μόλις το καράβι πλησιάσει το Λιμάνι της Ερμούπολης, πρωτεύουσας της Σύρου, ο ταξιδιώτης αντιλαμβάνεται πως αυτό το νησί έχει κάτι διαφορετικό, σε σύγκριση με ότι έχει συνηθίσει να συναντά στο Αιγαίο και ειδικότερα, στις Κυκλάδες.
Με σαφείς τις πολυπολιτισμικές επιρροές, οι οποίες φτάνουν μέχρι σήμερα μέσα από μια διαδρομή περίπου 2 αιώνων, η Σύρος προσφέρει τα πλεονεκτήματα ενός ελληνικού νησιού όπως τα φαντάζονται οι τουρίστες που ονειρεύονται τα καταγάλανα νερά του Αιγαίου, καθώς επίσης και τα πλεονεκτήματα όσων αποζητούν να γνωρίσουν έναν τόπο με αξιοσημείωτη πολιτιστική ιστορία.
Διόλου τυχαία, αποτελεί το επίκεντρο της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, ως ένα νησί που είναι ζωντανό σε όλη τη διάρκεια της χρονιάς, αφού ελάχιστες είναι οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται μόνο κατά τη διάρκεια της καλοκαιρινής -και τουριστικής,- περιόδου.
Ερμούπολη: Το επίκεντρο του ενδιαφέροντος
Η πανέμορφη Ερμούπολη, με τα μεγαλόπρεπα κτίρια και την συναρπαστική αρχιτεκτονική, αποτελεί ένα μουσείο από μόνη της. Ούσα το επίκεντρο των πολιτικών, κοινωνικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων, από τον 19ο αιώνα όταν και το νησί γνώρισε την ακμή του, ενώνει το χθες με το σήμερα με έναν τρόπο μοναδικό, ικανοποιώντας την ανάγκη και του πιο απαιτητικού ταξιδιώτη.
Πλατεία Μιαούλη
Κέντρο της πόλης, είναι η Πλατεία Μιαούλη. Πρόκειται για μια από τις ελάχιστες στην Ελλάδα πλατείες που η ιστορία τους φτάνει στο παρόν από τον 19ο αιώνα, γεγονός που αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία από τη στιγμή που μέχρι και σήμερα, αποτελεί την καρδιά της πόλης, τον τόπο της βραδινής βόλτας και εντέλει το αυτονόητο σημείο συνάντησης για κατοίκους και επισκέπτες. Η ιστορία της πλατείας είναι τόσο μεγάλη, όσο και η σειρά των ονομασιών που έχει αλλάξει. Αρχικά, ονομάζονταν “Πλατεία Όθωνος“, προς τιμήν του Βασιλιά Όθωνα, πρώτου βασιλιάς της Ελλάδας.
Μετά το διωγμό του Όθωνα το 1862, μετονομάστηκε σε “Πλατεία Λεωτσάκου“, προς τιμήν του Νικόλαου Λεωτσάκου, ο οποίος στις αρχές του ίδιου έτους ηγήθηκε επιχείρησης απελευθέρωσης πολιτικών κρατούμενων στην Κύθνο, η οποία πάντως είχε άδοξη κατάληξη, με τον ίδιο να σκοτώνεται. Η ονομασία που φτάνει ως τις μέρες μας, δόθηκε το 1889, όταν αποκαλύφθηκε ο ανδριάντας του Ανδρέα Μιαούλη.
Δημαρχείο
Ένα από τα πιο επιβλητικά κτίρια της Ερμούπολης, είναι το πανέμορφο Δημαρχείο. Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα δημαρχεία της χώρας, έργο του περίφημου Γερμανού αρχιτέκτονα Τσίλλερ, που μπορεί να χτίστηκε το 1876, όμως εγκαινιάστηκε το 1898. Το 1998 ξεκίνησε η ανακαίνιση του κτιρίου, με την ολοκλήρωση της οποίας ανακατασκευάστηκαν οι στέγες και η οροφή του κλιμακοστασίου, ενώ με βάση πρωτότυπα σχέδια του Τσίλλερ που δεν είχαν εκτελεστεί, πραγματοποιήθηκε ζωγραφικός διάκοσμος από τη ζωγράφο Άννα Βασιλάκη.
Δημοτικό Θέατρο Απόλλων
Από την αναφορά των κύριων κτιρίων που συνθέτουν την ξεχωριστή προσωπικότητα της Ερμούπολης, δε θα μπορούσαμε να παραλείψουμε το επίσης εντυπωσιακό Δημοτικό Θέατρο Απόλλων, που δεσπόζει στην είσοδο του νησιού από το 1864! Με εμφανείς τις ιταλικές επιρροές, οι κατασκευαστές δημιούργησαν ένα μεγαλόπρεπο και συνάμα πανέμορφο κτίριο εξωτερικά, που στο εσωτερικό θύμιζε θέατρο της αναπτυγμένης Ευρώπης (κυρίως της Ιταλίας), χάρη στη διάταξή του που περιλάμβανε πλατεία, χώρο για την ορχήστρα μπροστά στη σκηνή, τρεις σειρές ξύλινων θεωρείων και υπερώο, συνδυασμό μοναδικό στον ελλαδικό χώρο. Σήμερα, συνεχίζει να φιλοξενεί πολυάριθμες πολιτιστικές εκδηλώσεις σε όλη τη διάρκεια της χρονιάς, καθώς όπως έχουμε προαναφέρει, η Σύρος διαθέτει πρωτοφανή για τα δεδομένα των Κυκλάδων αριθμό μόνιμων κατοίκων, στους οποίους μάλιστα προσφέρεται εξαιρετική ποιότητα ζωής σε όλους τους μήνες του χρόνου.
Αρχιτεκτονική
Το γεγονός ότι τα πρώτα σπίτια της Ερμούπολης, χτίστηκαν από πρόσφυγες κατά την περίοδο 1821-1835, άφησε ανεξίτηλο το σημάδι του στη μετέπειτα αρχιτεκτονική της πόλης. Ο συνδυασμός των προσφυγικών επιρροών από τη Μικρά Ασία ή τη Μακεδονία με τις φανερές επιρροές από τον Ιταλικό πολιτισμό, συνθέτει ένα εξωτικό μπουκέτο που σπάνια συναντάται πλέον. Βέβαια, από τα κτίσματα της εποχής εκείνης ελάχιστα έφτασαν στο σήμερα, σε αντίθεση με τα “ιταλικά”, που συνεχίζουν να αποτελούν την συνθέτουν τη φυσιογνωμία της πόλης. Φτάνοντας στην εικοσαετία 1840-1860 η οικοδομική δραστηριότητα ήταν έντονη. Σημαντικοί αρχιτέκτονες, Βαυαροί, Ιταλοί και στη συνέχεια Έλληνες, επηρεασμένοι από τα ρεύματα του Κλασικισμού και του Ρομαντισμού, δημιούργησαν εντέλει τον τύπο κτιρίων που σήμερα ονομάζεται Νεοκλασική Αρχιτεκτονική της Ερμούπολης.
Εργοστάσια
Η μεγάλη ανάπτυξη της Ερμούπολης και κατά συνέπεια της Σύρου, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα πολυάριθμα εργοστάσια που υπήρχαν εκεί κατά τον 19ο αιώνα. Κατά το 1860, η πόλη συντηρούσε περί τα μηχανικά βυρσοδεψεία, σιδηρουργεία, ξυλουργεία, σαπωνοποιεία και φυσικά, το ναυπηγείο του νησιού. Όμως, η εμπορική παρακμή της δεκαετίας του 1880 έπληξε πολλές από τις πρώτες αυτές βιομηχανίες, αλλά δεν έμελλε να διαρκέσει για πολύ. Η Ερμούπολη έγινε πασίγνωστη στις αρχές του 20ού αιώνα για την υφαντουργία της, ενώ κατά την ίδια περίοδο, η βιομηχανία αναπτύχθηκε εκ νέου στο νησί. Το εργατικό δυναμικό ενισχύθηκε με νέους μετανάστες από τα γύρω νησιά, ενώ στα κλωστοϋφαντήρια δούλευαν κυρίως οι γυναίκες από την Άνω Σύρο, αλλά και πολλά παιδιά. Χαρακτηριστικές είναι οι μαρτυρίες από εκείνη την περίοδο, σύμφωνα με τις οποίες οι σκάλες “μαύριζαν” κατά το χάραμα, λόγω του πλήθους που κατηφόριζε για δουλειά.
Σύρος δεν είναι μόνο η Ερμούπολη…
Μπορεί όσα περιγράφηκαν για την Ερμούπολη να φαντάζουν -και εν πολλοίς είναι- εντυπωσιακά, όμως η πρωτεύουσα της Σύρου δεν είναι το μοναδικό μέρος του νησιού που αξίζει να επισκεφθεί κάποιος. Η Ποσειδωνία, ή αλλιώς Ντελαγκράτσια, είναι ένας οικισμός που βρίσκεται σε απόσταση περίπου 10 χιλιομέτρων από την πρωτεύουσα, η οποία ήταν μεταξύ άλλων ο τόπος αναψυχής των εύπορων κατοίκων του νησιού. Χαρακτηριστικές είναι λοιπόν οι νεοκλασικές επαύλεις (Τσιροπινά, Ιωάννη Πετροκόκκινου, Αριστοτέλη και Εμμανουήλ Λαδόπουλου, Βαμβακόπουλου, Λαδόπουλου, Φουστάνων, Αντωνίου Βαλμά, Γιαννίκογλου, Ψιακή, Γεωργιάδη), που διατηρούνται μέχρι σήμερα σε εξαιρετική κατάσταση και αξίζει τον κόπο να δει όποιος βρεθεί στην Ποσειδωνία. Όσοι μάλιστα βρεθούν στη Σύρο στα τέλη Αυγούστου, θα έχουν την ευκαιρία να βρεθούν και στο παραδοσιακό πανηγύρι του Αϊ Γιάννη, ο οποίος βρίσκεται στο κέντρο του χωριού και κάθε χρόνο εδώ και περισσότερα από 100 χρόνια, συγκεντρώνει επισκέπτες από τη Σύρο αλλά και τα γύρω νησιά, για περισσότερη από μία εβδομάδα.
Σε τουριστικό επίπεδο, πέραν της Ερμούπολης το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στον Γαλησσά, που απέχει 9 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα και είναι το πιο γνωστό τουριστικό θέρετρο της Σύρου. Η αμμουδερή παραλία του Γαλησσά, που θεωρείται ως η πιο δημοφιλής της Σύρου, απλώνεται γύρω από τον όρμο της περιοχής και είναι ιδιαίτερα αγαπητή εξαιτίας των καταγάλανων νερών και της δυνατότητας για διεξαγωγή θαλάσσιων σπορ, που είναι ιδιαίτερα αγαπητά στους τουρίστες κατά την καλοκαιρινή περίοδο. Πάντως, ο Γαλησσάς αποτελεί ένα πλήρες τουριστικό “πακέτο”, καθώς οι πιο εναλλακτικοί τουρίστες θα ευχαριστηθούν τη θέα από το όμορφο εκκλησάκι της Αγίας Πάκου, στο λόφο της οποίας υπάρχουν ακόμη τα ερείπια ενός μικρού φρουρίου, τη στιγμή που οι πιο mainstream θα έχουν την ευκαιρία να απολαύσουν τις πολυάριθμες επιλογές νυχτερινής ζωής, ενώ όλοι τους θα γευτούν τις αυθεντικές, κυκλαδίτικες νοστιμιές.
Κλείνοντας, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η Άνω Σύρος, ένας από τους πιο παλιούς δήμους της Ελλάδας, με έτος ίδρυσης το μακρινό 1834, που είναι ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα μεσαιωνικών πόλεων, που μάλιστα διατηρείται σε καλή κατάσταση μέχρι σήμερα. Κύρια ασχολία των κατοίκων αποτελεί η γεωργία και η κτηνοτροφία, ενώ ένα επίσης σημαντικό ποσοστό εργάζεται στα ναυπηγεία Νεωρίου, που αποτελούν και τον κύριο οικονομικό πνεύμονα της Σύρου. Βέβαια, σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της Σύρου τα τελευταία χρόνια, που η βιομηχανική παραγωγή έχει μειωθεί αισθητά, διαδραματίζει ο τουρισμός. Οι άνθρωποι του νησιού, εκμεταλλεύονται όσο τη δυνατόν περισσότερο την παράδοση, τον πολιτισμό και την ιστορία της Σύρου, θέλοντας έτσι να συνδέσουν το σήμερα με το χθες, με σκοπό να οδηγηθούν σε ένα αύριο, αντάξιο του ένδοξου παρελθόντος!
Πρόσβαση
Με πλοίο μέσω του Πειραιά, σε μια διαδρομή που έχει διάρκεια περίπου 3,5 ωρών με συμβατικό πλοίο και 2 ωρών με ταχύπλοο. Κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, προστίθενται δρομολόγια και από Ραφήνα, ενώ όσοι θέλουν να αποφύγουν τη διαδρομή μέσω θαλάσσης, μπορούν να φτάσουν στη Σύρο αεροπορικώς, καθώς υπάρχουν καθημερινά δρομολόγια από την Αθήνα.