Το Grand Prix της Κίνας, στο μεγαλύτερο μέρος του, ήταν άλλος ένας βαρετός αγώνας. Πιθανώς όχι τόσο ανιαρός όσο πολλές από τις κούρσες του πρόσφατου παρελθόντος – και όχι μόνο στη συγκεκριμένη πίστα – καθώς οι αλλαγές στις αεροδυναμικές προδιαγραφές που εισήγαγε ο Νικόλας Τομπάζης εκ μέρους της FIA αποδίδουν.
Εκτός από τα δράματα και τα μελοδράματα των πρώτων θέσεων, ένας από τους οδηγούς που έκανε ό,τι περισσότερο μπορούσε για να προσφέρει θέαμα ήταν, για άλλη μία φορά, ο Kimi Raikkonen. «Η Formula 1 για εμένα πια μοιάζει ξανά με διασκέδαση» είχε δηλώσει ο Φινλανδός λίγο προτού μπει στο μονοθέσιο της Alfa Romeo. Το οποίο, στα χέρια του, δείχνει πολύ πιο αξιόμαχο και ανταγωνιστικό από ό,τι ίσως είναι στην πραγματικότητα. Το ψυχρό πάθος του Kimi κολακεύει τις εγγενείς αδυναμίες του αυτοκινήτου μιας ομάδας η οποία, εξ ορισμού, δεν κάνει πρωταθλητισμό.
Λίγες ώρες αργότερα από το Grand Prix της Σανγκάης, έγινε ο αγώνας MotoGP στην Αμερική. Εκεί, ένας συνομήλικος του Kimi Raikkonen, o Valentino Rossi, έφτασε μία ανάσα από το να κερδίσει μια συγκλονιστική κούρσα. Κι αυτή η σύμπτωση μπορεί να είναι συγκινητική, μπορεί να είναι αλλόκοτη, σίγουρα όμως δεν είναι μονοσήμαντη.
Αντιθέτως, δίνει λαβή για έναν ατέρμονο ρεμβασμό περί της σύγκρισης ανάμεσα στη Formula 1 και το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Μοτοσυκλετών. Ποιο είναι πιο απαιτητικό από τα δύο σπορ; «Αναμφίβολα τα MotoGP» θα μπορούσε να είναι η προφανής απάντηση. Και τότε γιατί ο 40άρης Vale παλεύει ακόμη για νίκες, ενώ ο 39χρονος Kimi, ως τελευταίος εναπομείνας από τη γενιά του, έχει αποκλειστεί από την κορυφή και επί της ουσίας τρέχει για προσωπική ικανοποίηση, γνωρίζοντας όμως ότι μόνο με ένα θαύμα θα καταφέρει να τερματίσει μέσα στην πρώτη πεντάδα; Και ακριβώς επειδή η F1 και τα MotoGP είναι τρομακτικά ανταγωνιστικά και αφάνταστα πολυσύνθετα μηχανοκίνητα σπορ, οποιαδήποτε σύγκριση ανάμεσα στους, κάπως σιτεμένους, σταρ που αρνούνται να τα παρατήσουν στερείται ουσίας. Οπότε, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε άπαντες ως fan είναι να μείνουμε στην επιφάνεια. Και να θαυμάζουμε την επιμονή των «γερόλυκων». Εμμέσως, άλλωστε, είναι και αυτός ένας τρόπος να μην παραδέχεσαι το δικό σου γήρας.