Το 1977, πραγματοποιήθηκε στην πίστα του Kyalami (Κιαλάμι) το GP Νοτίου Αφρικής. Ένας αγώνας που έμεινε στην ιστορία για το θάνατο του 27χρονου Ουαλού οδηγού Tom Pryce (Τομ Πράις) και του 19χρονου κριτή Frederik “Frikkie” Jansen van Vuuren (Φρέντρικ Γιάνσεν Φαν Βούρεν), καθώς και για την επιστροφή του Niki Lauda στις νίκες.
Όλα ξεκίνησαν στον 22ο γύρο, όταν ο Ιταλός Renzo Zorzi εγκατέλειψε με πρόβλημα στον κινητήρα της Shadow-Ford που οδηγούσε και φλόγες άρχισαν να βγαίνουν από το πίσω μέρος του μονοθεσίου. Τότε, δύο κριτές που σύμφωνα με τους οργανωτές δεν πήραν σχετική έγκριση, διέσχισαν κάθετα με πυροσβεστήρες την πίστα, ενώ ο αγώνας συνεχιζόταν. Ένας από αυτούς ήταν ο Van Vuuren, ο οποίος χτυπήθηκε από την έτερη Shadow-Ford, που οδηγούσε ο Pryce, με ταχύτητα 280 χιλιομέτρων/ώρα. Ο Van Vuuren σκοτώθηκε επί τόπου, ενώ ο πυροσβεστήρας του χτύπησε τον άτυχο Pryce, ο οποίος πιστεύεται ότι επίσης έχασε αμέσως της ζωή του, προτού το μονοθέσιό του καταλήξει με πολλά χιλιόμετρα στην προστατευτική μπαριέρα. O Ουαλός πιλότος, που είχε κερδίσει έναν αγώνα στην μικρή του καριέρα, στο Brands Hatch, ο οποίος όμως δεν προσμετρούσε στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα F1, θεωρούνταν σπεσιαλίστας στο βρεγμένο οδόστρωμα. Αυτό το απέδειξε και στο Kyalami, όπου είχε ξεκινήσει από την pole position εμπρός από τους Lauda και Hunt, προτού προβλήματα τον ρίξουν πιο πίσω. Μέχρι σήμερα, παραμένει ο μοναδικός Ουαλός που έχει οδηγήσει την κούρσα σε αγώνα του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος Formula 1 (GP Μ. Βρετανίας 1975).
Μετά το ατύχημα ο αγώνας συνεχίστηκε, με τον Αυστριακό Niki Lauda να σημειώνει, οδηγώντας Ferrari, την πρώτη του νίκη μετά από το τρομακτικό ατύχημα που είχε ένα χρόνο νωρίτερα στη Γερμανία, το οποίο παραλίγο να του στοιχίσει τη ζωή. Στο βάθρο ανέβηκαν επίσης οι Jody Scheckter (Wolf-Ford) και Patrick Depailler (Tyrell-Ford), ενώ αν και αρχικά ο Lauda χαρακτήρισε τη νίκη αυτή ως τη μεγαλύτερη της καριέρας του, μόλις πληροφορήθηκε το θάνατο του Pryce, τόνισε πως δεν μπορούσε να χαρεί μετά από αυτό.
Ακόμη, το 1959 παρουσιάστηκαν τα φορτηγά Mercedes-Benz L322, L327 και L337. Τα φορτηγά που διακρίνονταν για το κοφτό εμπρός μέρος, άνοιξαν με την παρουσίασή τους ένα σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία των εμπορικών οχημάτων της Mercedes-Benz. Τόσο τα ελαφρύτερα (L322, L327) όσο και το βαρύτερο (L337) φορτηγό, που σημείωσαν διεθνή επιτυχία, απέκτησαν κεντρικό ρόλο στη στρατηγική της Daimler-Benz AG για “έξοδο στις αγορές” μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέχρι τη δεκαετία του ’90, όταν σταμάτησε η παραγωγή των συγκεκριμένων φορτηγών, είχαν δημιουργηθεί περίπου 1 εκατομμύριο τέτοια οχήματα, είτε ως ολόκληρα φορτηγά είτε ως κιτ, για συναρμολόγηση εκτός του εργοστασίου, στο εξωτερικό.
Photo: Daimler