Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Skoda ξεκίνησε μια νέα σειρά μοντέλων την 1101/1102 «Tudor» η οποία είχε να επιδείξει έναν τετρακύλινδρο κινητήρα 1.089 κ.εκ. και σύντομα δημοφιλής σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, καθώς και σε αγορές στο εξωτερικό. Τα αυτοκίνητα της συγκεκριμένης σειράς,διέθεταν στιβαρό και μοντέρνο σχεδιασμό για την εποχή τους και απέδειξαν την αξιοπιστία τους στους αγώνες.
Δείτε επίσης: Το αγωνιστικό άρμα επιβίωσης της Mercedes
Για παράδειγμα, το 1948, κέρδισαν και τις τέσσερις κατηγορίες του Raid Polski των 2.649 χιλιομέτρων, όπου η Skoda εκπροσωπήθηκε με τα δικά της αυτοκίνητα. Μάλιστα στο Ράλι Νότιας Αμερικής Μοντεβιδέο – Μελό – Μοντεβιδέο, το οποίο περνούσε από περιπετειώδη εδάφη, κατέλαβαν την πρώτη και τη δεύτερη θέση.
Αλλά το «Tudor» – το όνομα του οποίου προέρχεται από την αγγλική λέξη two-door δηλαδή δίθυρο – έδειξε επίσης τις δυνατότητές του σε παραδοσιακούς αγώνες. Στον 24ωρο αγώνα στο Spa-Francorchamps του Βελγίου, τα τρία μοντέλα με τα οποία συμμετείχε η Skoda κάλυψαν 1.972 χιλιόμετρα και ολοκλήρωσαν τη μεγάλη πρόκληση στις τρεις πρώτες θέσεις στην κατηγορία τους (σύμφωνα με τον κυβισμό τους). Για να υπογραμμίσει αυτήν την επιτυχία, το τσεχικό τρίο έκανε pit stop μαζί και πέρασε τη γραμμή τερματισμού σε σχηματισμό. Αυτή ήταν και η διάκριση που έδωσε αυτοπεποίθηση στους Τσέχους και αποτέλεσε την σπίθα για μεγαλύτερους στόχους και όνειρα.
Για τη σεζόν του 1949, η Skoda ανέπτυξε μια ειδική, αγωνιστική εκδοχή με βάση το «Tudor»: το Skoda Sport. Το ανοιχτό διθέσιο είχε ένα μεταξόνιο μειωμένο κατά 400 χιλιοστά και ένα ιδιαίτερα επίπεδο αμάξωμα, κατασκευασμένο από ελαφρύ αλουμίνιο. Έκανε το ντεμπούτο του στο Grand Prix της Τσεχοσλοβακίας που πραγματοποιήθηκε στο Μπρνο. Ωστόσο, η μάρκα είχε θέσει τα βλέμματά της αλλού και συγκεκριμένα στις 24 ώρες του “Le Mans”.
Στις 24 Ιουνίου 1950, το Σάββατο, η εργοστασιακή ομάδα της Skoda τα κατάφερε τελικά: Η βελτιωμένη έκδοση του 1101 Sport πήρε την θέση της μπροστά από το τείχος του «Circuit des 24 Heures» των 13,65 χιλιομέτρων, έτοιμο για την έναρξη του αγώνα.
Ο Václav Bobek και ο Jaroslav Netušil ήταν πίσω από το τιμόνι του αγωνιστικού μοντέλου της Skoda. Αυτό ζύγιζε 600 κιλά, είχε μεταξόνιο που επεκτάθηκε στα 2.150 χιλιοστά ειδικά για το “Le Mans” και οι αεραγωγοί σε σχήμα δρεπανιού τοποθετήθηκαν δίπλα στους κύριους προβολείς. Δύο επιπλέον προβολείς έφεραν φως στο σκοτάδι της νύχτας. Η υπόλοιπη τεχνολογία βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στο πρότυπο «Tudor», όπως το ηλεκτρικό σύστημα 12 volt και τα ελαστικά cross-ply της Barum.
Ο τετρακύλινδρος κινητήρας 1.089 κ.εκ. κάτω από το χαμηλό καπό είχε, μεταξύ άλλων, ελαφρώς υψηλότερη αναλογία συμπίεσης 8,6: 1 και καρμπυρατέρ Solex. Αυτό του επέτρεψε να αποδώσει 50 ίππους στις 5.200 rpm, αύξηση άνω του 50% σε σχέση με τον κινητήρα παραγωγής 32 ίππων. Με το συνηθισμένο αγωνιστικό καύσιμο της εποχής – μείγμα βενζίνης, αιθανόλης και ακετόνης το αυτοκίνητο έφτανε τελική ταχύτητα 140 χλμ./ώρα με κατανάλωση 12 λίτρα/100 χλμ.
Στον συγκεκριμένο αγώνα, είχε μέση ταχύτητα 126 χλμ./ώρα και έφτασε μέχρι την δεύτερη θέση στην κατηγορία μέχρι 1.100 κ.εκ. Ωστόσο, την αυγή, μετά από 13 σκληρές ώρες, στον 115ο γύρο, ένα τεχνικό πρόβλημα έθεσε το αγωνιστικό αυτοκίνητο της Skoda εκτός αγώνα.
Για την Skoda αυτός ήταν ο μόνος αγώνας “Le Mans” στην ιστορία της εταιρείας, ενώ το πρωτότυπο αγωνιστικό μοντέλο, ανήκει σήμερα σε μια ιδιωτική τσεχική συλλογή και έχει αποκατασταθεί πλήρως.