Ράλι Χαλκιδικής 1977, είναι Αύγουστος και κάνουμε δοκιμές με ένα δίπορτο Escort MK I του Δημήτρη Παντελεημονίτη. Ο αγώνας είχε για έδρα του το ξενοδοχείο Σερμίλη στα Ψακούδια.
Είναι μεσημέρι και ανεβαίνουμε την απλή διαδρομή από παραλία Γερακινής προς Πολύγυρο και από εκεί Βραστά για να κατεβούμε Ορμύλια και να κάνουμε την ειδική διαδρομή Πλανά. Στην έξοδο του Πολύγυρου ξαπλωμένος στην πλαγιά ένας μπάρμπας περιμένει το λεωφορείο για να τον πάει στα Βραστά. Μόλις βλέπει το αυτοκίνητο πετάγεται με μοναδική ευλυγισία και ταχύτητα και κουνώντας τα χέρια του ζητά να τον πάρουμε μαζί μας. Ο Τάσος φρενάρει λίγα μέτρα πιο κάτω και με εκείνο το γνωστό πειρακτικό του χαμόγελο βάζει όπισθεν και γυρίζει πίσω.
Του ζητώ να μην το κάνει και μου απαντά ότι θα τον ενημερώσει.
Ανοίγω το παράθυρο μου πλησιάζει ο μπάρμπας και μας ζητά να τον πάρουμε μαζί μας μέχρι τα Βραστά.
“Κάνουμε δοκιμές για το Ράλι Χαλκιδικής” του λέει ο Τάσος.
“Δεν πειράζει ρε καλόπαιδο” απαντά ο μπάρμπας, “αργεί το λεωφορείο”.
“Έμπα” τον προσκαλεί ο Τάσος με θριαμβευτικό ύφος και ήδη μέσα του έχει βγάλει πρόγραμμα τρομοκράτησης του.
Περνά πίσω ο μπάρμπας, όπου δεν υπάρχουν φυσικά καθίσματα, μαζί με ένα χάρτινο κιβώτιο γάλα εβαπορέ, κάθεται διαγώνια βάζοντας κόντρα τα πόδια του στα δικά μας καθίσματα και πιάνεται από την διαγώνιο του ρολ μπαρ.
“Διάβαζε” μου λέει ο Τάσος. Σημειωτέον ότι ο δρόμος ήταν χωμάτινος και απλή διαδρομή συνεπώς δεν υπήρχαν σημειώσεις.
Μπαίνω κι εγώ στο ρόλο και αρχίζω: “Πάτα 200”, κι εννοώ μέτρα και όχι ταχύτητα.
“Όχι 200” φωνάζει τρομοκρατημένος ο μπάρμπας έχοντας γίνει ένα με το πάτωμα του Escort από τον φόβο του. “Φοβάσαι” ρωτά o Τάσος; “Όχι” απαντά με ουρλιαχτό ο μπάρμπας.
Σημειωτέον ο θόρυβος του μοτέρ και οι ριπές των χαλικιών που χτυπούσαν πάτωμα και θόλους δημιουργούσαν εφιαλτικές συνθήκες θορύβου για κάποιον αδαή. Ο Τάσος συνεχίζει σαφώς σε ασφαλή ρυθμό και ταχύτητα αλλά πλαγιολισθαίνοντας, κάτι που ανησυχεί τον δυστυχή του πίσω καθίσματος.
Σε κάποια στιγμή βλέπουμε στο βάθος ένα μικρό βουναλάκι από άμμο που δημιουργούσε ράμπα. Μόλις πηδήξουμε μου λέει ο Τάσος θα ανοίξουμε τις πόρτες και θα τις κλείσουμε με δύναμη μόλις προσγειωθούμε. Με το μπαμ στο κλείσιμο των θυρών αλλά και το κοπάνημα των αναρτήσεων ο Τάσος φωνάζει το έχασα βγαίνουμε από το δρόμο. Όχι ουρλιάζει πάλι ο μπάρμπας από το πίσω κάθισμα.
Μην τα πολυλογούμε κάποια στιγμή φτάσαμε στα Βραστά όπου λίγο πριν την είσοδο του χωριού, ο Τάσος τράβηξε χειρόφρενο κάναμε δυο τετ α κε και σταματήσαμε μέσα σε ένα τεράστιο σύννεφο σκόνης.
Βγαίνω σηκώνω το κάθισμα μου για να βγει ο επιβάτης. Δυστυχώς το κουτί έχει σκιστεί, τα γάλατα έχουν χυθεί παντού κι αρχίζει να τα βάζει στις τσέπες του, στην τραγιάσκα του και σε όποιο αποθηκευτικό χώρο έβρισκε.
Μας ευχαρίστησε θερμά και έφυγε πάλι προς τον Πολύγυρο!
Του κορνάρει ο Τάσος, γυρίζει πίσω ο μπάρμπας και του λέει ότι πάει λάθος, το χωριό είναι μπροστά μας…
“Έχεις δίκιο ρε παιδί μ’, αλλά ντραλίστκα. Δεξιά η στροφή αριστερά ου κώλους, χάθκα”.