Η BMW 507 κατέχει μια ιδιαίτερη θέση στην ιστορία των Βαυαρών. Δημιουργήθηκε για να αναστήσει τη σπορ εικόνα της BMW στην άλλη μεριά του Ατλαντικού και να διεκδικήσει το δικό της μερίδιο απέναντι στα roadsters της εποχής και ειδικότερα απέναντι στη Mercedes 300SL.
Αυτό όμως που παραλίγο να καταφέρει η 507 ήταν να χρεοκοπήσει την BMW κατά τη διάρκεια που κράτησε η παραγωγή της μεταξύ 1956-1959. Αντί για τις χιλιάδες μονάδες που ονειρεύονταν οι Βαυαροί ως ετήσια παραγωγή, τελικά παρήχθησαν και πωλήθηκαν μόλις 252 αυτοκίνητα με υπερδιπλάσιο κόστος απόκτησης από το προβλεπόμενο. Έτσι δεν μπόρεσε να ανταγωνιστεί το coupe της Mercedes προωθούμενο μάλιστα αρχικά ως μια πιο προσιτή εναλλακτική πρόταση απέναντι της. Τελικά κόστιζε περισσότερο, ωστόσο η Mercedes “απάντησε” παρουσιάζοντας με τη σειρά της τη 300 SL Roadster.
Λόγω και της σπανιότητας τους αλλά και του ανεπανάληπτου design του που επηρέασε και τα σύγχρονα roadsters των Βαυαρών, οι BMW 507 αξίζουν εκατ. ευρώ και μια από αυτές τις BMW 507, η εικονιζόμενη, θα βγει σε δημοπρασία από τον οίκο Bonhams.
Διαβάστε επίσης: Το αυτοκίνητο που έβαλε την BMW σε μπελάδες, σήμερα κοστίζει εκατομμύρια!
Με τις προβλέψεις να κάνουν λόγο για 1.9-2.3 εκατ. τιμή πώλησης μετά και τον τελευταίο χτύπο του σφυριού, η εν λόγω 507 του 1959 (Series II) έχει γαλαζοαίματο ιστορικό καθώς ο πρώτος ιδιοκτήτης του μοντέλου ήταν ο τέως βασιλιάς της Ελλάδας, Κωνσταντίνος Γκλύξμπουργκ.
To 1989, το εμβληματικό μοντέλο, με το αλουμινένιο αμάξωμα και τον επίσης αλουμινένιο V8 των 3,2 λίτρων, που σχεδιάστηκε από τον Albrecht Graf Goertz, πέρασε στα χέρια του τωρινού ιδιοκτήτη της σε άσχημη κατάσταση. Η BMW 507 είχε πουληθεί από τον κ. Γκλύξμπουργκ το 1961 στον δεύτερο ιδιοκτήτου του roadster. Δέχθηκε ολική αναπαλαίωση από σπεσιαλίστα του είδους εκείνη τη χρονιά, έναντι του ποσού των 300.000 γερμανικών μάρκων και σήμερα, τρεις δεκαετίες, μετά έχει γράψει στο κοντέρ του 55.000 χλμ.
Όπως μπορείτε να δείτε και στις φωτογραφίες, η BMW 507 βρίσκεται σε πάρα πολύ καλή κατάσταση, είναι βαμμένη στο αυθεντικό της χρώμα (είχε αλλάξει χρώμα σε ασημί από τον δεύτερο ιδιοκτήτη) και φέρει και τις αυθεντικές ελληνικές πινακίδες κυκλοφορίας με το νούμερο “36”.