Η αφορμές για να γραφτεί αυτό το άρθρο είναι πολλές. Σε καθημερινή βάση θα έχεις και από κάποια εικόνα να σε ερεθίσει και να αρχίσεις να σκέφτεσαι ένα μεγάλο «γιατί»;… Με πολλά ερωτηματικά. Με ερωτηματικά που δεν μπορούν να λάβουν λογικές απαντήσεις. Είναι εξαντλητικά ψυχοφθόρο το πώς ο μέσος Έλληνας αντιμετωπίζει το θέμα «οδηγική ασφάλεια» και γενικότερα την υπόθεση κυκλοφοριακή αγωγή. Γιατί επί της ουσίας, δεν την αντιμετωπίζει. Πλην την αφήνει σε ένα καθεστώς ελέγχου από τα Θεία, ή τη συνθήκη της μεταφυσικής. Αξίζει να δούμε τι είναι αυτό που κάνει έναν καλλιεργημένο, μορφωμένο, αλλά και οξυδερκή συνάνθρωπό μας να μην φοράει κράνος όταν ανεβαίνει σε μηχανή, να μην φοράει ζωή όταν μπαίνει σε αυτοκίνητο, ανεξάρτητα βέβαια από το αν οδηγεί ο ίδιος ή είναι συνεπιβάτης.
Η πραγματικότητα των αριθμών
Πάνε πολλά χρόνια από τότε που είχα την τιμή να συνομιλήσω με έναν Βρετανό καθηγητή πανεπιστημίου, εξειδικευμένο σε θέματα τροχαίων ατυχημάτων αλλά και γενικότερα της συμπεριφοράς οχημάτων και ανθρώπων που εμπλέκονται, με τον ένα ή άλλον τρόπο, σε κάποιο συμβάν.
Αν θυμάμαι καλά, βρισκόμασταν στην Πλάκα, βράδυ καλοκαιριού, για φαγητό. Η κουβέντα ξεκίνησε από την εντύπωση που του έκανε τότε ο ελάχιστος αριθμός οδηγών που φορούσε ζώνη ασφαλείας στα αυτοκίνητα. Για κράνος δεν αναφερόμαστε καν, γιατί μάλλον δεν είδαμε κανέναν να φοράει στην πορεία μας από το Σύνταγμα, στη σκιά του ιερού βράχου της Ακρόπολης.
Θυμάμαι τα λόγια του, τα οποία ήταν σκληρά αλλά χαρακτήριζαν μία ολόκληρη προσέγγιση:
«Αν εμπλακείς σε ένα συμβάν στον δρόμο, ας πούμε σε ένα μετωπικό ή πλαγιομετωπικό τρακάρισμα, με ταχύτητες πάνω από 80 χλμ. /.ώρα, η επιβίωσή σου, εναπόκειται σε μεγάλο βαθμό από τη σχέση σου με τη μεταφυσική, και δη με τα Θεία»…
«Μα πώς;», τον ρώτησα. «Με 80»; Για να εισπράξω την απάντηση: «Προφανώς τα σημερινά αυτοκίνητα είναι ιδιαίτερα ασφαλή, με εντυπωσιακή πρόοδο στον τομέα ενεργητικής και παθητικής ασφάλειας. Μην ξεχνάς όμως ότι τα crash test, γίνονται με 70 χλμ. / ώρα στο ανώτερο. Και βλέπεις στις φωτογραφίες τι συμβαίνει. Μπορείς δε να αναλογιστείς αν η ταχύτητα ήταν κοντά στα 100 χλμ. / ώρα, τι εικόνες θα βλέπαμε»…
Και αναλογιζόμαστε όλοι με καθαρότητα, ότι τα πράγματα θα είναι δύσκολα. Επώδυνα και καταστροφικά… Και ας μην γίνεται αναφορά, κανένας δεν θέλει να δει εικόνες αυτοκινήτων από crash test με 120 ή 140 χλμ. / ώρα…
«Δεν βαριέσαι, σιγά μωρέ»…
Το να αναφέρουμε γενικότητες γύρω από το θέμα του αυτοσεβασμού στην κυκλοφοριακή δραστηριοποίησή μας, δεν είναι κάτι που θα προσέφερε το παραμικρό. Για τον λόγο αυτό, έκανα μία δική μου μικρή στατιστική για να δω τι είναι αυτό που κάνει τον μέσο – επαναλαμβάνω – συμπατριώτη μας να υποτιμά έναν θανατηφόρο κίνδυνο.
Δεν πρόκειται να εξιστορήσω πολλά παραδείγματα από τον συνολικό αριθμό των εβδομήντα περίπου οδηγών που ρώτησα. Θα παραθέσω όμως μία στιχομυθία, απόλυτα χαρακτηριστική μιας φαύλης νοοτροπίας που συνάντησα σε υπερβολικό βαθμό. Δεν θα πω για τις ευτελείς δικαιολογίες τύπου «την ξέχασα τη ζώνη», «με κόβει», «αισθάνομαι πίεση», «θέλω ελευθερία», κ.ά. παρόμοια φαιδρά ακούσματα. Θα πω ένα παράδειγμα που μόνο απογοήτευση μου έδωσε και απορία για το αν υπάρχει πραγματικά λύση…
Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας, ας πούμε ότι ονομάζεται Δημήτρης. Ένας καθημερινός Δημήτρης, ηλικίας κοντά στα πενήντα, κοινωνικά καλλιεργημένος, απόφοιτος πανεπιστημίου με μεταπτυχιακά, έχει ζήσει στο εξωτερικό, η σύζυγός του είναι επίσης αντίστοιχης εμβέλειας άνθρωπος. Αμφότεροι παρακολουθούν ειδήσεις, διαβάζουν εφημερίδες, ενώ και η «δικτύωσή» τους στα κοινωνικά μέσα είναι ζηλευτή. Ένα επίπεδο, δηλαδή, ικανό να αντιληφθεί και να κατανοήσει μύθους και πραγματικότητες. Έχουν επίσης δύο παιδιά στο γυμνάσιο και μένουν στη Βόρεια Αττική. Πριν το καλοκαίρι, τους έδωσα τα φώτα μου σχετικά με το νέο τους αυτοκίνητο που σκέφτονταν να αγοράσουν. Μάλιστα, όταν το παρέλαβαν, είχαμε βγει για καφέ. Εκεί λοιπόν τους εξήγησα τι σημαίνουν τα πολλά συστήματα ασφαλείας, πώς ενεργούν, τι πρέπει να ξέρουν και, φυσικά, τους τόνισα ότι πρέπει να φοράνε όλοι ζώνες ασφαλείας εμπρός και πίσω, αναλύοντας με λεπτομέρειες γιατί επιβάλλεται να γίνεται αυτό. Ανάμεσά τους ο κίνδυνος να σπάσει ο αυχένας μας αν σκάσει ο αερόσακος του οδηγού και αυτός δεν φοράει ζώνη, όπως και το ότι οι πίσω μη φορούντες ζώνη, πέρα από τη ζωή τους, θα σκοτώσουν σε ένα τρακάρισμα και τους μπροστινούς. Αυτά, μεταξύ πολλών.
Αρχές καλοκαιριού, συναντηθήκαμε τυχαία στην εμπορική ζώνη της Γλυφάδας. Είχαν κατέβει για μπάνιο και μετά επέστρεψαν στη Γλυφάδα για φαγητό και αναζητούσαν πάρκινγκ. Σκύβοντας να τους μιλήσω, διαπίστωσα ότι κανένας από την οικογένειά τους δεν φορούσε ζώνη.
Την επόμενη τον πήρα τηλέφωνο στο γραφείο. «Γιατί το κάνετε αυτό;», τον ρώτησα. Για να πάρω την απάντηση: «Δεν μας πάει μωρέ. Έχουμε συνηθίσει έτσι. Δεν τρέχω, μη νομίζεις. Προσέχουμε. Έχουμε το νου μας»… Του εξήγησα ότι όλα αυτά είναι άθλιες δικαιολογίες. Δεν απάντησε. Προσπέρασε την κουβέντα μεταφέροντάς την αλλού.
Δεν θέλουμε να γνωρίζουμε πόσοι Δημήτρηδες υπάρχουν εκεί έξω κάθε ημέρα. Δημήτρηδες που γνωρίζουν, αλλά επιλέγουν να δέχονται ότι όλα είναι θέμα τύχης…
Η βολική προσέγγιση
Άρα, πρωτίστως, αυτό που θα πρέπει να κατανοήσουμε, όσο τραγικό και αν ακούγεται και εν προκειμένω διαβάζεται, είναι ότι η λέξη «ατύχημα» δεν είναι σωστή και δεν προσδιορίζει ένα γεγονός. Και το αναφέρουμε αυτό γιατί πρέπει να εξηγήσουμε ότι ατυχία, άρα ατύχημα είναι, π.χ., να περπατάς σε ένα πεζοδρόμιο και να σου έρθει στο κεφάλι ένα πιάνο, ας πούμε, για να δανειστούμε ένα τηλεοπτικό σενάριο…
Το να επιλέγεις να μην φοράς κράνος ή να μην φοράς τη ζώνη ασφαλείας και να σου συμβεί κάτι, δεν είναι ατυχία. Είναι επιλογή. Άρα δεν εμπεριέχεται σε κανένα ποσοστό το θέμα τύχης. Ακούγεται ωμό και ακραίο, αλλά ναι, είναι επιλογή.
Διότι το να μην παίρνεις τους στοιχειώδεις κανόνες ασφαλείας και να διαμαρτύρεσαι επειδή σε ένα φρενάρισμα έσκασε το κεφάλι σου στο παρμπρίζ, δεν είναι ατυχία. Το λογικό είναι. Η λογικότατη συνέπεια. Το να πιστεύεις ότι κακώς έγινε το φρενάρισμα και ότι κακώς φρέναραν οι μπροστινοί κ.λπ., άρα ήσουν άτυχος, είναι μία νηπιακής προέλευσης δικαιολογία, η οποία όχι μόνο δεν ευσταθεί στο παραμικρό, αλλά δημιουργεί σκληρά ερωτήματα περί αυτοσεβασμού και σεβασμού στη ζωή γενικότερα.