Η μοτοσυκλέτα με τον αναβάτη της αποτελούν ένα ευάλωτο σύνολο στους εξωτερικούς παράγοντες. Όχι μόνο στα άλλα οχήματα, αλλά και τα καιρικά φαινόμενα. Όσο αυτά είναι ορατά, ο χρόνος προετοιμασίας υπάρχει και η «στρατηγική αντιμετώπισης» έχει σημαντικές πιθανότητες επιτυχίας. Τι γίνεται όμως όταν, ενώ την ώρα που ξεκίνησες όλα έδειχναν όμορφα και καλοκαιρινά, ξαφνικά βρίσκεσαι εν μέσω θύελλας και καταιγίδας;
Τέτοιου είδους «επιθέσεις» έρχονται συνοδεία με άλλους αόρατους παράγοντες: ριπές αέρα, στροβίλους ή ακόμη και αλλαγές φοράς του ανέμου, ενώ από κάτω τρέχουν ποτάμια. Ο ουρανός μπορεί να κατεβάζει χαλάζι αλλά και χαλάσματα, φύλλα, κλαριά ακόμη και ηλεκτροφόρα καλώδια. Σε αυτή την εικόνα βάλτε τώρα μια μοτοσυκλέτα, με τον οδηγό της να φορά το καλοκαιρινό (διάτρητο) μπουφάν του και όχι τις πιο αδιάβροχες μπότες του…
Υπάρχουν δύο είδη μοτοσυκλετιστών: αυτοί που τρέμουν στην ιδέα της κακοκαιρίας και εκείνοι που δεν την έχουν βιώσει ακόμη. Υπάρχει και μια μικρή, τρίτη μερίδα, των εκπαιδευμένων που ξέρουν τι πρέπει να κάνουν. Τις σωστές αντιδράσεις, που δυστυχώς είναι εντελώς αντίθετες από εκείνες που στην έκτακτη εκείνη στιγμή θα υποδείξει το ανθρώπινο ένστικτο.
Αυτή η τρίτη κατηγορία χρειάζεται και τις λιγότερες συμβουλές, καθώς ξέρει ότι η πρώτη και καλύτερη αντίδραση είναι να συμμαχήσεις με τον χρόνο και το πρόγραμμά σου που, όσο πιεστικό κι αν είναι, πρέπει να αναθεωρηθεί. Η στάση είναι υποχρεωτική από τα πρώτα σημάδια σκότους στον ουρανό ή ομοβροντίας και αστραπών στον ορίζοντα. Οι καλοκαιρινές μπόρες κρατούν λίγο, οπότε το πιθανότερο είναι η συνολική καθυστέρηση να μην ξεπερνά την μία ώρα.
Όσοι «ξέρουν», από τα πρώτα κιόλας σημάδια γνωρίζουν ότι έχουν λίγα λεπτά να βρουν καταφύγιο. Αυτά τα λίγα λεπτά δεν τα ξοδεύουν για να πλησιάσουν λίγο ακόμη στον προορισμό τους – ούτως ή άλλως δεν πρόκειται να φτάσουν όπως περίμεναν και σίγουρα όχι στην ώρα που περίμεναν. Αντίθετα, αναζητούν ένα «καταφύγιο» όσο γίνεται ιδανικότερο.
Το ιδανικό καταφύγιο βρίσκεται έξω από τον δρόμο, σε κάποιο βενζινάδικο ή άλλο οίκημα, στεγασμένο και ιδανικά κλειστό από όσες περισσότερες πλευρές, ώστε να κρατά και τον αέρα έξω. Εδώ ισχύει σε μεγάλο βαθμό ότι το καλύτερο είναι ο εχθρός του καλού, οπότε το πολύ ψάξιμο για «καλύτερων προδιαγραφών» καταφύγιο ίσως μας κοστίσει και το μέτριο που αφήσαμε, ελπίζοντας σε κάτι καλύτερο. Άλλωστε δεν μιλάμε για διανυκτέρευση, αλλά για προσωρινή στάση.
Οι γέφυρες είναι μια σίγουρη λύση, ωστόσο όχι οι καλύτερες, καθώς είναι επάνω στον δρόμο και μας αφήνουν εκτεθειμένους. Οι υπόγειες γέφυρες είναι η χειρότερη αποδεκτή λύση, καθώς ενδέχεται να λιμνάσει νερό και αντί για στεγνοί, να φύγουμε ακόμη πιο βρεγμένοι μετά το μπάνιο που θα προσφέρει το πρώτο διερχόμενο αυτοκίνητο.
Αν δεν υπάρχει κτίσμα και τίποτε τεχνικό, η λύση πάει αναγκαστικά στη φύση. Ένα δέντρο μοιάζει με λύση, ωστόσο είναι και αυτό που θα προτιμήσει ένας κεραυνός για να φτάσει στη γη. Επομένως, επιλέξτε τουλάχιστον το πιο χαμηλό σε υψόμετρο και σε μέγεθος.
Αν δεν υπάρχει κανενός είδους καταφύγιο στον ορίζοντα και είναι βέβαιο ότι θα βραχούμε, θα πρέπει να βγούμε μερικά μέτρα από τον δρόμο ώστε τουλάχιστον να προστατευθούμε από το ενδεχόμενο κάποιος οδηγός αυτοκινήτου να χάσει τον έλεγχο και να μας παρασύρει. Αν, τέλος, δεν μπορούμε ούτε να βγούμε από το δρόμο, τότε θα πρέπει να ακολουθήσουμε αυστηρές εντολές.
Ανάβουμε τα αλάρμ ή έστω ένα φλας στη μοτοσυκλέτα και το κρατάμε ενόσω κινούμαστε. Ο ρυθμός μας δεν ξεπερνά τα 45 – 50 χ.α.ω., ώστε οτιδήποτε συμβαίνει εμπρός και γύρω μας να παραμένει στο φάσμα που ο ανθρώπινος εγκέφαλος μπορεί να αντιδράσει.
Όποτε προσεγγίζουμε σε στροφή, ελέγχουμε αν πλησιάζει άλλο όχημα και:
– αν είναι πίσω μας, το αφήνουμε να περάσει πριν ξεκινήσει η στροφή,
– αν είναι δίπλα μας, κόβουμε να φύγει εμπρός,
– αν είναι εμπρός μας, κόβουμε ώστε να απομακρυνθεί πριν αρχίσει να φρενάρει.
Αν έρχεται από απέναντι, επιταχύνουμε ή επιβραδύνουμε ανάλογα, ώστε να μην συναντηθούμε επάνω στη στροφή, ειδικά αν εμείς κάνουμε αριστερή στροφή – και το ερχόμενο όχημα δεξιά.
Κατά την κίνησή μας οι χειρισμοί και οι αντιδράσεις μας είναι πολύ συγκεκριμένες:
1. Κρατάμε τα πόδια σχετικά σφικτά στο ρεζερβουάρ για στήριξη.
2. Ταυτόχρονα διατηρούμε τα χέρια στο τιμόνι εντελώς χαλαρά. Το σφίξιμο του τιμονιού είναι αποκλειστικά η αιτία για την εκτροπή της πορείας και ενός ενδεχόμενοι γλιστρήματος. Χωρίς να το θέλουμε, η πίεση του αέρα στους ώμους και το κράτημα / σφίξιμο στο τιμόνι καταλήγει σε ελαφρύ στρίψιμο του τιμονιού.
3. Διατηρούμε σχετικά χαμηλή σχέση στο κιβώτιο ώστε να έχουμε αρκετές στροφές στον κινητήρα. Αυξάνουμε την ισχύ των γυροσκοπίων της μοτοσυκλέτας, ενισχύοντας τη σταθερότητά της. Στόχος είναι να υπάρχει ώθηση αλλά όχι υψηλή ταχύτητα.
Αν κατά την πορεία μας μέσα στην καταιγίδα εντοπίσουμε κάποιο καταφύγιο, εννοείται πως το αξιοποιούμε, ακόμη κι αν το γεγονός ότι είμαστε πια βρεγμένοι ως το κόκκαλο μας ωθεί στη σκέψη «ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται».
Εδώ η απάντηση είναι πως καλά ήταν τα πράγματα μέχρι εδώ. Δεν χρειάζεται να διαπιστώσουμε πόσο μεγάλο και γεμάτο είναι το σακούλι της τύχης μας…