Η αρχή και το τέλος της συζήτησης για τα τροχαία συμβάντα, σοβαρά ή όχι, με θύματα ή χωρίς, ξεκινά και ολοκληρώνεται με τη συζήτηση περί των λειτουργιών του ανθρωπίνου εγκεφάλου.
Ας ξεκινήσουμε από τα δεδομένα και τους νόμους που διέπουν κάθε τροχαίο και τον ανθρώπινο εγκέφαλο.
-
Η οδήγηση είναι μια περίπλοκη διεργασία, για την οποία ο εγκέφαλος πρέπει να οργανώσει διαρκώς ένα σύνθετο πακέτο εντολών ώστε να συντονίσει τους μύες που θα εκτελέσουν την εκάστοτε κίνηση.
-
Οι ενέργειες που καλείται να συντονίσει ο εγκέφαλος διακρίνονται σε δύο κατηγορίες.
1. Σε αυτές που αφορούν σε γνώριμα ερεθίσματα και είναι ήδη καταγεγραμμένα (τα ερεθίσματα) στο ανάλογο μοτίβο στο μεταιχμιακό σύστημα του εγκεφάλου – το κέντρο επιχειρήσεων του ανθρώπου.
2. Σε εκείνες που απαιτούνται για ΜΗ γνώριμα ερεθίσματα, ή κοινώς τις εκπλήξεις. Εκεί πρέπει να οργανωθεί εκ του μηδενός, ένα νέο πακέτο ενεργειών από τον ανθρώπινο εγκέφαλο.
-
Για να οργανωθεί οποιοδήποτε πακέτο εντολών απαιτείται κάποιος πραγματικός χρόνος, καθόλου ευκαταφρόνητος.
– Για να υλοποιηθεί μία κίνηση κατ’ απαίτηση ενός γνώριμου ερεθίσματος, ο χρόνος αυτός ανέρχεται σε ένα δευτερόλεπτο, με αποκλίσεις (προς τα πάνω, κάτι που εξαρτάται από πολλούς παράγοντες).
-Για να υλοποιηθεί μια κίνηση κατ’ απαίτηση ενός ΜΗ γνώριμου ερεθίσματος, ο χρόνος αυτός αυξάνεται δραματικά, με ελάχιστο το επιπλέον ένα δευτερόλεπτο. Άρα, ο συντομότερος χρόνος κατά τον οποίο θα συμβεί «κάτι», θα υπάρχει δηλαδή κάποια αντίδραση σε συνθήκες έκπληξης, είναι τα 2 δευτερόλεπτα.
Αυτό μεταφράζεται στο ότι, από τη στιγμή που θα εμφανιστεί η «έκπληξη» στον ορίζοντά μας, θα περάσουν τουλάχιστον δύο δευτερόλεπτα μέχρι να υπάρξει οποιαδήποτε αντίδραση από πλευράς του οδηγού.
-
Η διάρκεια κάθε σχεδίου δράσης, κάθε συστοιχίας οργανωμένων εντολών, έχει διάρκεια έως δύο δευτερόλεπτα και ανανεώνεται διαρκώς, ώστε να υπάρχει συνέχεια στην κίνηση όποια κι αν είναι αυτή. Κάθε στιγμή έχουμε προαποφασίσει και έχουν οργανωθεί οι εντολές στον εγκέφαλό μας για το τι θα κάνουμε τα επόμενα δύο δευτερόλεπτα.
Οι χρόνοι αυτοί είναι ικανοποιητικοί για τη φύση του ανθρώπου και τις προδιαγραφές του. Ο εγκέφαλος καλείται να υποστηρίξει τις λειτουργίες του όντος το οποίο υπηρετεί (τον άνθρωπο εν προκειμένω), όσο όμως αυτός κινείται εντός των προδιαγραφών του ανθρωπίνου είδους. Και συγκεκριμένα, με ταχύτητες μέχρι 45 – 50 χιλιόμετρα ανά ώρα. Αυτή είναι η «τελική» του ανθρώπου – ενδεικτικά ο Usain Bolt, ο ταχύτερος άνθρωπος στην ιστορία, έχει πιάσει τελική 44,7 χ.α.ω. Ένας κοινός θνητός δύσκολα ξεπερνά τα 15 χ.α.ω. αν δεν είναι αθλητής. Ωστόσο, όσο οι εναλλαγές εικόνων γίνονται με αυτόν τον ρυθμό, τότε ο εγκέφαλος μπορεί να τις παρακολουθήσει και να ανταποκριθεί με σχετική αποτελεσματικότητα.
Σε άλλα έμβια όντα που είτε πετυχαίνουν σημαντικά μεγαλύτερες ταχύτητες είτε το μοτίβο της επιβίωσής τους το απαιτεί, οι χρόνοι αυτοί είναι σημαντικά μικρότεροι.
Πρέπει τώρα να εξετάσουμε τι γίνεται στα 2 αυτά δευτερόλεπτα.
Ένα όχημα που κινείται με ταχύτητα 60 χ.α.ω., διανύει στον χρόνο αυτό 33 μέτρα, το μήκος έξι και πλέον αυτοκινήτων δηλαδή. Αυτό μάλιστα δεν σημαίνει ότι στο διάστημα αυτό έχει ακινητοποιηθεί το όχημα, αλλά πως μόλις τότε ξεκινά να αλλάζει κάτι στην κινητική του κατάσταση, είτε επιβράδυνση είναι αυτό είτε ελιγμός. Ενέργειες που, για να ολοκληρωθούν, απαιτούν επίσης κάποια μέτρα απόστασης.
Τη στιγμή που ακουμπάμε το πεντάλ του φρένου δεν ξεκινά ακόμη το φρενάρισμα. Η κίνηση πίεσης του πεντάλ θέλει κι αυτή τον χρόνο της: ακόμη και τα τακάκια, για να κινηθούν προς τον δίσκο, «ξοδεύουν» κάποιο χρόνο, αθροίζοντας μια μηχανική υστέρηση της τάξης του 0,5 δευτερολέπτου. Άλλα οκτώ μέτρα δηλαδή (στα 60 χ.α.ω.) πριν αρχίσουν πραγματικά να σφίγγουν τα ελαστικά στο οδόστρωμα για το φρενάρισμα.
Αυτά τα 40 μέτρα που μόλις αθροίσαμε περιλαμβάνονται στη σκηνή του τροχαίου συμβάντος αλλά δεν τα υπολογίζει ο οδηγός. Κι εδώ μπορεί να γίνει μια διαπίστωση τόσο γενικευμένη όσο και το πρόβλημα. Σε κάθε τροχαίο συμβάν ανεξαιρέτως αλλά και σε οποιοδήποτε ατύχημα, εμπεριέχεται το στοιχείο της έκπληξης. «Κάτι» που δεν περιλαμβάνεται στα στοιχεία που δόθηκαν για να οργανωθεί το σχέδιο στον εγκέφαλο του οδηγού.
Και φτάσαμε στο κρίσιμο σημείο του θέματος. Κάθε έκπληξη λογίζεται ως τέτοια αν το ήδη διαμορφωμένο σχέδιο δράσης δεν την εμπεριέχει.
Εκείνη τη στιγμή, ο εγκέφαλος προσπαθεί να ακυρώσει τις ήδη αποφασισμένες κινήσεις και να διαμορφώσει ένα νέο σχέδιο, σύμφωνα με τα νέα δεδομένα που εμφανίστηκαν εμπρός του.
Αν οι ταχύτητες κίνησης, άρα η εναλλαγή εικόνων εμπρός του, είναι μέσα στο φάσμα των ανθρώπινων προδιαγραφών (μέχρι 45 χ.α.ω.) τότε υπάρχει σημαντική πιθανότητα να υπάρξει νέο, ικανοποιητικό σχέδιο από τον εγκέφαλο.
Αν όμως οι ταχύτητες είναι μεγαλύτερες, τότε ο ρυθμός της εξέλιξης των εικόνων δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή από τον εμπλεκόμενο και, συνήθως, η αντίδραση είναι… τίποτα. Καμία οργανωμένη αντίδραση σε ένα όχημα που κινείται με ταχύτητα μεγαλύτερη των μόλις 50 χ.α.ω. προς κάποιο ξαφνικά αλλαγμένο περιβάλλον. Άρα, παντελώς άγνωστο εκείνη τη στιγμή…
Ο μόνος μηχανισμός που μπορεί να κρατήσει έναν άνθρωπο μακριά από «ατυχήματα» είναι ο ίδιος ο εγκέφαλός του, και συγκεκριμένα, το ισχυρότερο στοιχείο που εμπεριέχεται εκεί από τη γέννησή μας. Το ένστικτο της επιβίωσης.
Κάθε σχέδιο δράσης έχει περάσει από αυτό το «φίλτρο»: αν δεν κριθεί επαρκές, δεν υπάρχει περίπτωση να προχωρήσει στην υλοποίηση. Είναι ο δισταγμός κάποιου που είναι έτοιμος στην άκρη της εξέδρας για να κάνει bungee jumping ενώ η θέληση και η λογική του παλεύουν με αυτό το ένστικτο της επιβίωσης.
Αν απλά ενημερώνουμε τον εγκέφαλο για τους ενδεχόμενους κινδύνους εμπρός μας, δεν υπάρχει περίπτωση να εμπλακούμε σε ατύχημα. Τα πράγματα είναι τόσο απλά. Και ο λόγος που συμβαίνουν ατυχήματα είναι επίσης πολύ απλός:
Κάθε ατύχημα, κάθε φορά και σε όλες ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις, είναι απλώς μία αποτυχημένη πρόβλεψη που κάναμε λίγο νωρίτερα.
Θεωρήσαμε ότι επειδή έχουμε πράσινο είμαστε ασφαλείς. Ότι επειδή δεν είμαστε ζαλισμένοι (από το λίγο ποτό που ήπιαμε) ο εγκέφαλός μας λειτουργεί το ίδιο (κάτι που δεν ισχύει, και μάλιστα από την πρώτη σταγόνα). Ότι επειδή χθες δεν φορέσαμε ζώνη για μια μικρή γνώριμη διαδρομή και δεν συνέβη κάτι κακό, μπορούμε να το κάνουμε πάντα.
Όσο η πραγματικότητα δεν προδίδει τις προβλέψεις μας, είναι όλα καλά. Όταν έρθει η έκπληξη, η συνέχεια συνήθως λέγεται ατύχημα.
Ο μηχανισμός αυτοπροστασίας, με διπλή μάλιστα λειτουργία, είναι η εγκατάσταση στον εγκέφαλό μας του μοτίβου που σταθμίζει τη «ζώνη του ενός δευτερολέπτου», του τελευταίου.
Υπολογίζουμε την απόσταση που θα καλύψουμε σε ένα δευτερόλεπτο με την ταχύτητα που κινούμαστε. Αυτή την απόσταση τη μετατρέπουμε σε έναν κύκλο γύρω μας ώστε να το φανταστούμε σαν μια ζώνη / περιοχή που μας περιβάλλει.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, τώρα ξέρουμε πως αν βρεθεί οποιοδήποτε εμπόδιο ΜΕΣΑ σε αυτή τη ζώνη, εμείς δεν θα έχουμε περιθώριο αντίδρασης και θα χτυπήσουμε στο εμπόδιο αυτό.
Η ζώνη αυτή του ενός δευτερολέπτου μεγαλώνει όσο πιο γρήγορα κινούμαστε – έχει διάμετρο 10 μέτρα στα 30 χ.α.ω., 20 μέτρα στα 60 χ.α.ω., 40 μέτρα στα 120 χ.α.ω., κ.ο.κ.
Όταν πλησιάζουμε λοιπόν μία διασταύρωση με 40 χ.α.ω., μόλις περάσουμε τα τελευταία 13 μέτρα ΠΡΙΝ τη διασταύρωση και αν κάποιο άλλο όχημα, κάθετα ερχόμενο, μας κλείσει τον δρόμο, η σύγκρουση είναι βέβαιη.
Η ζώνη του ενός δευτερολέπτου μειώνεται διαρκώς όσο μειώνουμε ταχύτητα προσεγγίζοντας μία διασταύρωση και είναι αυτός ο λόγος που θα μας κρατήσει μακριά από το ατύχημα. Θεωρήσαμε ότι υπάρχει το ενδεχόμενο να συμβεί κάτι απρόοπτο και μειώσαμε το εύρος της ζώνης αυτής επιβραδύνοντας το όχημα.
Η δεύτερη λειτουργία του μοτίβου αυτού στον εγκέφαλό μας, κάνει κάτι ακόμη πιο ουσιαστικό. Όσο την έχουμε ενεργοποιημένη, θεωρεί ότι απλώς υπάρχει ενδεχόμενο κάτι να μην είναι όπως έχουμε προβλέψει.
Αυτή και μόνο η παραδοχή αφαιρεί το στοιχείο της έκπληξης! Ο χρόνος αντίδρασης είναι μειωμένος στα επίπεδα των αναμενόμενων εξελίξεων (στο ένα δευτερόλεπτο) και ο ισχυρός μηχανισμός αυτοπροστασίας, το ένστικτο της επιβίωσης, δεν θα μας επιτρέπει να εκτεθούμε σε συνθήκες που εμπεριέχουν ενδεχόμενο κίνδυνο.
Γι’ αυτό άλλωστε και η ζώνη αυτή έχει εύρος το ένα δευτερόλεπτο και όχι τα δύο, καθώς απουσιάζει το στοιχείο της έκπληξης.