Το χειρότερο που μπορείς να κάνεις σε κάποιον είναι να ματαιώσεις τις προσδοκίες του. Ο λαός χρησιμοποιεί την εξής θυμοσοφία για να περιγράψει αυτήν ακριβώς την παραδοχή: «μην τάξεις σε άγιο κερί και σε παιδί παιχνίδι». Τα πράγματα όμως είναι πολύ χειρότερα από άγιο ή παιδί, όταν πρόκειται για εύπορους αυτοκινητολάτρεις που αδημονούν να παραλάβουν το καινούργιο τους τετράτροχο παιχνίδι.
Κάπως έτσι, πριν ακριβώς 30 χρόνια, το 1992, η Jaguar έταξε στο κοινό κάτι πολύ μεγάλο. Συγκεκριμένα, πως θα δημιουργούσε το ταχύτερο υπεραυτοκίνητο στον κόσμο, με τελική ταχύτητα 354 χλμ./ώρα, καταρρίπτοντας το ως τότε ρεκόρ των 324 χλμ./ώρα που κατείχε η Ferrari F40. Και εγένετο Jaguar XJ-220.
Το όλο πρότζεκτ είχε ολοκληρωθεί ήδη από τον Οκτώβρη του 1988, σε συνεργασία με τη βρετανική αγωνιστική εταιρεία TWR (Tom Walkinshaw Racing) και μάλιστα λίγες ώρες πριν την πρώτη παγκόσμια εμφάνιση του μοντέλου, στο διεθνές σαλόνι αυτοκινήτου του Μπέρμιγχαμ. Το XJ-220 ήταν τετρακίνητό και κεντρομήχανο, εξοπλισμένο με έναν βενζινοκινητήρα V-12, χωρητικότητας 6,2 λίτρων και απόδοσης 500 ίππων.
Όπως ήταν αναμενόμενο η XJ-220 προκάλεσε σάλο και θαυμασμό, με το ενδιαφέρον να φτάνει στο κατακόρυφο και τις πρώτες παραγγελίες επιφανών και εύπορων προσώπων να κατατίθενται χωρίς ακόμα η φίρμα να έχει ορίσει την τιμή του αυτοκινήτου, και δίχως να έχει αποφασίσει αν τελικά θα προβεί στην παραγωγή του, καθώς δεν είχε καν πραγματοποιηθεί η οικονομοτεχνική ανάλυση για τη βιωσιμότητα του.
Λίγους μήνες αργότερα η Jaguar μελετώντας όλες τις παραμέτρους αποφάσισε να βγάλει τελικά στην παραγωγή το αυτοκίνητο, με πλάνο κατασκευής 220 ως 350 μονάδες, αναλόγως της ζήτησης. Η τιμή ορίστηκε στις 290.000 λίρες προ φόρων, ενώ η πρώτη παράδοση αυτοκινήτου λόγω των παραγωγικών δυνατοτήτων της φίρμας θα γινόταν σχεδόν τρία χρόνια αργότερα, στις αρχές του 1992. Και κάπου εκεί ξεκίνησαν τα προβλήματα της XJ-220.
Διότι στην οικονομία τα πράγματα αλλάζουν συνεχώς και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει την κατάσταση τρία χρόνια αργότερα. Η παγκόσμια ύφεση της δεκαετίας του ’90 έφερε τρομερές αυξήσεις φόρων και δασμών, ενώ παράλληλα εκτινάχθηκαν και τα ναύλα, αυξάνοντας δραματικά τα μεταφορικά κόστη. Έτσι η τελική τιμή του αυτοκινήτου ξεπερνούσε τις 330.000 λίρες, γεγονός που δυσαρέστησε περαιτέρω τους πελάτες που ήδη δεν χαίρονταν με την ιδέα της τριετούς αναμονής. Όπως ήταν φυσικό, υπήρξαν αρκετές ακυρώσεις παραγγελιών.
Τα δυσάρεστα όμως δεν σταμάτησαν εκεί. Το αυτοκίνητο που τελικά βγήκε στην παραγωγή είχε πολλές και ριζικές μηχανικές αλλαγές από το πρωτότυπο που παρουσιάστηκε στο Μπέρμιγχαμ. Κάπου στην πορεία χάθηκε το ABS, η τετρακίνηση και μερικά κιλά ροπής. Επίσης κάπου χάθηκαν τρία λίτρα και έξι κύλινδροι… Ο ατμοσφαιρικός V12 κινητήρας των 6,2 λίτρων κατέληξε να είναι ένας bi-turbo V6 χωρητικότητας 3,5 λίτρων και το αυτοκίνητο κατέληξε πισωκίνητο. Η τελική ταχύτητα μειώθηκε κατά 5 περίπου χλμ./ώρα φτάνοντας τα 349 χλμ./ώρα.
Η τελική αυτή ήταν ικανή να φέρει για λίγους μήνες το αυτοκίνητο στην κορυφή του κόσμου, όσον αφορά την ταχύτητα, αλλά ήταν ανίκανη να διορθώσει το κακό κλίμα των δυσαρεστημένων πελατών που οι προσδοκίες τους είχαν ματαιωθεί κατά κράτος. Ένας ακόμη βασικός λόγος που το αγοραστικό κοινό τελικά απογοητεύτηκε ήταν το υπερβολικά μεγάλο turbo-lag, το γεγονός δηλαδή πως το αυτοκίνητο δεν “τραβούσε” χαμηλά και έτσι υστερούσε σε επιτάχυνση, χάνοντας την αίσθηση του supercar.
Οι λόγοι για τις μηχανικές αλλαγές ήταν πολλοί και κυρίως τεχνικοί. Ο αρχικός V12 κινητήρας ήταν υπερβολικά βαρύς και σε συνδυασμό με τα έξτρα διαφορικά για την τετρακίνηση σχημάτιζαν μία μεγάλη μάζα, η οποία ήταν αδύνατο να υποστηριχθεί από την τεχνολογία των ελαστικών της εποχής εκείνης σε ταχύτητες μεγαλύτερες των 350 χλμ./ώρα. Έτσι η βρετανική φίρμα στην προσπάθειά της να μειώσει το βάρος του αυτοκινήτου αναγκάστηκε να υποβαθμίσει τον κινητήρα, να καταργήσει την τετρακίνηση και να μειώσει το μήκος του, κονταίνοντας το μεταξόνιό του, ώστε να μειωθεί περαιτέρω το βάρος. Επίσης ο V12 δεν πληρούσε τις προδιαγραφές κλάσης ρύπων Euro-1 που μόλις είχαν τεθεί σε ισχύ στην ΕΟΚ, το του 1992.
Τελικά η Jaguar με την XJ-220 κατάφερε να κατασκευάσει το ταχύτερο supercar στον κόσμο, ωστόσο δεν κατάφερε ποτέ να αναστρέψει το κακό κλίμα. Η τελική μορφή της XJ-220 έκανε επίσημο ντεμπούτο στο σαλόνι αυτοκινήτου του Τόκιο τον Οκτώβριο του 1991. Η παραγωγή ξεκίνησε το 1992 και το πρώτο αυτοκίνητο παραδόθηκε τον Ιούνιο του 1992. Συνολικά κατασκευάστηκαν 282 μονάδες, ενώ μόλις οι 275 από αυτές πωλήθηκαν. Η παραγωγή διακόπηκε το 1994, νωρίτερα από το αναμενόμενο, λόγω μη ύπαρξης ζήτησης. Πολλές XJ-220 έμειναν στις εκθέσεις της Jaguar μέχρι και το 1998 ενώ τελικά 7 αυτοκίνητα έμειναν στα “αζήτητα”, στην ιδιοκτησία της φίρμας. Και κάπου εδώ τελειώνει η άδοξη ιστορία της XJ-220…